Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Aλφρεντ Χίτσκοκ: Ο άρχοντας του τρόμου φοβόταν τα πάντα - Η απίστευτη λίστα με τις φοβίες και τις εμμονές

Ποιος ήταν πραγματικά ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο αριστοτεχνικός σκηνοθέτης που το μεγαλύτερο πάθος του ήταν το φαγητό;

Οι πρωταγωνίστριές του, σχεδόν πάντα, υποβάλλονταν σε βασανιστήρια προτού πεθάνουν, έχοντας βιώσει την απόλυτη φρίκη. Ποιος ήταν όμως πραγματικά ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο αριστοτεχνικός σκηνοθέτης που το μεγαλύτερο πάθος του ήταν το φαγητό;

Στον κόσμο του Άλφρεντ Χίτσκοκ «πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια», όπως λέει και ο συγγραφέας μιας αριστοτεχνικής μελέτης, ο Έντουαρντ Γουάιτ, για τον διάσημο σκηνοθέτη.

Τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα μπάνια, οι ανεμόμυλοι, τα μοτέλ και οι αίθουσες χορού, όλα είναι σκηνές αποτρόπαιων εγκλημάτων. Υπάρχουν βόμβες κάτω από ένα τραπέζι ή σε ένα λεωφορείο. Στραγγαλισμοί λαμβάνουν χώρα σε πολυτελή διαμερίσματα, δίπλα σε φρεσκοκομμένα λουλούδια και αντίκες. Ένα μαχαίρι καρφώνεται στην πλάτη ενός διπλωμάτη. Μια γυναίκα σπρώχνεται από ένα καμπαναριό. Η Τζάνετ Λι «δολοφονείται ενώ ήταν ανυπεράσπιστη και γυμνή» σε ένα ντους. Άνθρωποι καίγονται ζωντανοί, πνίγονται, πέφτουν από σκάλες. Σύμφωνα με τα λόγια του Άλφρεντ Χίτσκοκ, «όλη η ζωή είναι φόνος».

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ σκηνοθέτησε 53 ταινίες

Το κοινό, όμως, αγάπησε και το όραμά του. Βλέποντας το «Ψυχώ», έκλαψαν, λιποθύμησαν, τα έκαναν επάνω τους, προς μεγάλο τρόμο των ιδιοκτητών αλλά και των καθαριστριών των κινηματογράφων. Στις 53 ταινίες που σκηνοθέτησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ήταν αριστοτεχνικός στο να αναπαριστά τα «καταπιεσμένα συναισθήματα». Οι «συναισθηματικές μηχανές» του έργου του ήταν το άγχος, ο φόβος, η παράνοια, η ενοχή και η ντροπή.

Ιρλανδικής καταγωγής, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε το 1899 πάνω από το οικογενειακό παντοπωλείο στο Λεϊτονστόουν του Έσεξ. Τόσο στην ταινία «Ο ενοικιαστής» του 1927 όσο και στο «Φρενίτις» του 1972, θα ήταν δίκαιο να πει κανείς πως το Λονδίνο του Τζακ του Αντεροβγάλτη παρέμεινε η έμπνευση του σκηνοθέτη –μια πόλη με ομίχλη και δρόμους με στροφές, pet shops, αγώνες πυγμαχίας, αίθουσες τσαγιού και παμπ.

Πώς γεννήθηκε η αγάπη για την κινηματογραφική βιομηχανία

Έλαβε εκπαίδευση από Ιησουίτες στο Stamford Hill και παρακολούθησε μαθήματα τέχνης στο κολέγιο Goldsmiths. Με τον πατέρα του να πεθαίνει το 1914 από εμφύσημα, ο Χίτσκοκ ήταν μόλις 15 ετών όταν χρειάστηκε να αναζητήσει δουλειά, ως σχεδιαστής διαφημίσεων για μία εταιρεία ηλεκτρικών καλωδίων. Γοητεύτηκε από τη μηχανική και τις μηχανές, κάτι που τον οδήγησε στον πρωτοποριακό κόσμο του κινηματογράφου.

Ο Μάικλ Μπάλκον, της κινηματογραφικής εταιρείας Gainsborough Pictures, με έδρα το Ίσλινγκτον, εντυπωσιασμένος από την προθυμία του Άλφρεντ Χίτσκοκ να μάθει, τον έστειλε στο Βερολίνο για να εργαστεί σε αγγλο-γερμανικές συμπαραγωγές.

Ο μελλοντικός σκηνοθέτης άρπαξε αμέσως τις φανταστικές δυνατότητες των «σκιερών, αινιγματικών εσωτερικών χώρων» και των «ομιχλωδών, άυλων τοπίων» και οι διάσημες ταινίες του -«Νύχτα Αγωνίας», «Υποψίες», «Δεσμώτης του Ιλίγγου», «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων»- θα χαρακτηρίζονται από τεχνική μαγεία και τις γωνίες της κάμερας, όπου ο Άλφρεντ Χίτσκοκ έπαιξε με τη ρύθμιση της κίνησης, της ταχύτητας και του χρόνου.

Ο διάσημος σκηνοθέτης, όμως, στην πραγματικότητα φοβόταν τους αστυνομικούς, τους αγνώστους, την οδήγηση, τα πλήθη και τα ύψη. Είχε περιγράψει τον εαυτό του ως «ένα ξυπνητήρι έτοιμο να κλείσει» και η ιδιοφυΐα του ήταν να βάλει όλη αυτή τη νεύρωση στις ταινίες του, όπου οι ήρωές του, Ρόμπερτ Ντόνατ, Κάρι Γκραντ, Τζέιμς Στιούαρτ, Πολ Νιούμαν και Τζον Φιντς, ανακαλύπτουν την ελαφρότητα του πολιτισμού, τη χίμαιρα της βεβαιότητας. Οι πλοκές του Άλφρεντ Χίτσκοκ περιστρέφονται πάντα γύρω από την επιτήρηση, την συνωμοσία, τη δυσπιστία της εξουσίας. Οι χαρακτήρες εμπλέκονται σε «εφιαλτικές περιστάσεις», όπου τρέπονται σε φυγή και κατηγορούνται για εγκλήματα που δεν διέπραξαν.

Έθετε τις πρωταγωνίστριές του σε κίνδυνο

Ανεξάρτητα από το εάν, όπως υποδηλώνει ο συγγραφέας του βιβλίου «Οι δώδεκα ζωές του Άλφρεντ Χίτσκοκ», ο σκηνοθέτης αντιπροσώπευε τη «βία και την απειλή» αλλά και τον ερπυσμό του φασισμού που κυριάρχησε στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια των πολεμικών αυτών χρόνων. Ή αν το επίκεντρό του ήταν το σεξ και η ψυχανάλυση, αυτές οι αμερικανικές εμμονές στη δεκαετία του ‘50 και του ‘60, αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι η βούληση του Χίτσκοκ να θέσει σε κίνδυνο τις πρωταγωνίστριές του, να τις τοποθετήσει σε καταστάσεις ακραίου κινδύνου.

Στην ταινία «Τα 39 Σκαλοπάτια», η Μάντλεν Κάρολ δένεται με χειροπέδες με τον Ρόμπερτ Ντόνατ, για τον οποίο πιστεύει ότι είναι δολοφόνος. Η Τζάνετ Λι δολοφονείται στο ντους στην ταινία «Ψυχώ». Η Τίπι Χέντρεν δέχεται επίθεση από κοράκια στο πρόσωπό της στην ταινία «Τα Πουλιά» («ήταν βάναυσο, απαίσιο και αδυσώπητο» είχε πει η ηθοποιός για τα γυρίσματα). Η στάση του Άλφρεντ Χίτσκοκ απέναντι στις γυναίκες παρέμεινε προβληματική, εάν σκεφτεί κανείς πόσο συχνά, στο όνομα της ψυχαγωγίας, εξέθεσε τις πρωταγωνίστριές του στον τρόμο του βιασμού και της δολοφονίας. Η Γκρέις Κέλι, τουλάχιστον, καταφέρνει να αρπάξει ένα ψαλίδι και να μαχαιρώσει τον επιτιθέμενο στην ταινία «Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως», ενώ η Τζόαν Φοντέιν σώζεται από τον Λόρενς Ολιβιέ από την κυρία Ντάνβερς στην ταινία «Ρεβέκκα».

Η επιρροή του στις πρωταγωνίστριές του - Ήταν όλες ξανθιές

Λεπτοκαμωμένες και ξανθιές, οι Εύα Μαρί Σεντ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Κιμ Νόβακ ήταν επίσης μέλη του ρεπερτορίου του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Ήταν αυτός που διάλεγε τα ρούχα τους, τις έβγαζε έξω για φαγητό, τις έλεγε τι να φάνε και πώς να συμπεριφέρονται.

Η Τίπι Χέντρεν, ωστόσο, ισχυρίζεται πως ο διάσημος σκηνοθέτης προχώρησε ακόμη περισσότερο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Τα Πουλιά» του 1963, ο Χίτσκοκ -σύμφωνα με την ίδια- της είπε «βρώμικες ιστορίες. Έπεσε επάνω μου και προσπάθησε να με φιλήσει. Ήταν μία απαίσια, φοβερή στιγμή που θα ήθελα πάντα να διαγράψω από τη μνήμη μου. Είχα σοκαριστεί».

Το πάθος του με το φαγητό

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παντρεύτηκε την Άλμα Ρεβίλ, με καταγωγή από το Νότιγχαμ, το 1926. Ήταν η αφοσιωμένη συντάκτρια των σεναρίων του, παραγωγός του κάστινγκ και σύμβουλός του –αλλά ο γάμος τους, σύμφωνα με τον Γουάιτ, είχε πληγεί από την «αγαμία», με το σωματικό και αισθησιακό πάθος του Χίτσκοκ να είναι το φαγητό. «Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να απολαμβάνει τόσο πολύ ένα γεύμα», είχε πει η Γκρέις Κέλι. Όλη την ημέρα, ο διάσημος σκηνοθέτης έτρωγε παγωτό, pancakes και έπινε σαμπάνια. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος 7 πιάτων, «κατέβαζε» 3 μπριζόλες. Για μια γιορτή, παρήγγειλε μπεκάτσες από τη Σκωτία και βόειο κρέας από την Ιαπωνία, με κόστος σε σημερινό ποσό άνω των 40.000 δολαρίων.

Όλα αυτά, φυσικά, είχαν συνέπειες στην υγεία του: υπέφερε από πόνους στην πλάτη, κήλη στην κοιλιά, αρθρίτιδα, ενώ η καρδιά του είχε μεγαλώσει κατά 16%. Στο σπίτι του είχε ένα καλά εφοδιασμένο ψυγείο και ένα κελάρι που περιείχε 16.000 μπουκάλια κρασί. Στο τραπέζι, επέμενε να υπάρχουν κρυστάλλινα ποτήρια και ασημένια μαχαιροπίρουνα. Σε κάθε τομέα της ζωής του χρειαζόταν «ακρίβεια, αυστηρότητα και αποτελεσματικότητα».

Φορούσε ρούχα ειδικά φτιαγμένα για εκείνον, ενώ ο Κάρι Γκραντ ήταν η προσωποποίηση της σεξουαλικής αυτοπεποίθησης και της γοητείας για τον σκηνοθέτη –όσα δηλαδή δεν είχε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, παρά τους «κοινούς τους τρόπους, ευαισθησίες και γεύσεις». Και οι δύο θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να πιουν μπίρα από το κουτί.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Χίτσκοκ ήταν πως ζητούσε από το προσωπικό τού στούντιο κινηματογράφησης να φορούν γραβάτα. Προτιμούσε να περιβάλλεται από πιστούς τεχνικούς που αντιλαμβάνονταν αυτόματα την προσέγγισή του, και οι οποίοι ανέπτυσσαν ένα «πλαίσιο σκέψης όπως του Χίτσκοκ», αποδεχόμενοι ότι ήταν υπάλληλοι και όχι συνεργάτες του. Ήταν ανυπόμονος, σπάνια επαινούσε κάποιον και η ζωή του ήταν ένας μύλος από παραγωγές και δημοσιότητα.

Υπάρχουν χιλιάδες βιβλία για τον διάσημο σκηνοθέτη. Το βιβλίο «Οι δώδεκα ζωές του Άλφρεντ Χίτσκοκ» του Έντουαρντ Γουάιτ είναι μια λαμπρή έρευνα για έναν άνθρωπο γεμάτο εγωισμό και εύθραυστη αυτοεκτίμηση, ένα μείγμα αηδίας για τον εαυτό του αλλά και αυτοσεβασμού.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΣΧΟΛΊΟΥ
Τα σχόλια στό 07magazine men'sblogspot υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων είναι (αστική και ποινική) και βαρύνει τους σχολιαστές.