Είναι καιρός να επαναπροσδιορίσουμε το οικονομικό πλαίσιο που υπήρχε μέχρι το 2020 ως «παλαιά οικονομία».
Σε αυτό περιλαμβάνονται τα πρίσματα της οικονομίας μέσω των οποίων είδαμε την επιστήμη και την τεχνολογία μέχρι εκείνο το σημείο.
Η «νέα οικονομία» περιλαμβάνει ορισμένες βασικές αρχές, όπως:
1.Οι παγκόσμιες και εθνικές οικονομίες περιορίζονται από άνευ προηγουμένου επίπεδα χρέους και εξυπηρέτησης χρέους.
2. Μείωση του μεγέθους της αγοράς λόγω των οικονομικών περιορισμών και της πραγματικής μείωσης των επιπέδων του πληθυσμού, ιδίως εντός των βασικών κοινωνικοοικονομικών ομάδων της αγοράς.
3. Πόλωση των εμπορικών δικτύων λόγω οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, αλλά και παραγόντων ασφάλειας, γεγονός που οδηγεί σε μεγαλύτερη διμερή εμπορική συναλλαγή καθώς και στην ανάγκη εκ νέου νομισματοποίησης ορισμένων μορφών εμπορίου ως ανταλλαγή ή αντιπραγματισμό ή ορισμού τους ως δημιουργικά «καλάθια νομισμάτων».
4. Μειωμένη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης για μια περίοδο έρευνας και ανάπτυξης, ορισμένων εμπορικών υποδομών, καθώς και για λόγους καθαρής επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, το βιώσιμο κίνητρο για την επανένταξη ανέργων εργαζομένων είναι πιθανό να περιλαμβάνει ορισμένα πακέτα υποδομών του δημόσιου τομέα.
5. Μεγαλύτερη ευκολία από τις ένοπλες δυνάμεις στην επίτευξη στόχων στρατολόγησης αφού οι εμπορικές θέσεις εργασίας δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλο το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό.
6. Αυξανόμενη δυσπιστία για τις κυβερνητικές προσπάθειες όσον αφορά τον έλεγχο της οικονομίας περιορίζοντας τη χρήση μετρητών, καθώς τα χαρτονομίσματα χάνουν την «απόλυτη πίστη και εμπιστοσύνη» των κυβερνήσεων. Αυτό θα δώσει κίνητρο για τη χρήση εναλλακτικών μορφών «νομίσματος», συμπεριλαμβανομένων των κρυπτονομισμάτων. Όλα αυτά θα οδηγήσουν σε κοινωνική πόλωση μακριά από τις κυβερνήσεις (δηλ. θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση), η οποία μπορεί να συγκρατηθεί μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα και η οποία θα οδηγήσει σίγουρα σε περαιτέρω μείωση της οικονομικής παραγωγικότητας, όπως ανακάλυψε η ΛΔΚ τα τελευταία 8 χρόνια. Αυτό θα επιδεινώσει περαιτέρω την πρόκληση της παγκόσμιας στρατηγικής ανταγωνιστικότητας.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
Η τόνωση των εθνικών οικονομιών συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το να βλέπουμε τις οικονομίες έτσι ακριβώς: ως εθνικές. Ή τουλάχιστον καλύτερα προστατευμένες σε συγκεκριμένες γεωπολιτικές περιοχές.
Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα (στην πραγματικότητα η περίοδος μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου) βρήκαν τις περισσότερες χώρες να αναθέτουν μεγάλο μέρος της παραγωγής τους στη ΛΔΚ. Η ξαφνική κατάρρευση του 2020 βρήκε τις περισσότερες χώρες εκτεθειμένες στην εξάρτηση από τη ΛΔΚ για προμήθειες ζωτικής σημασίας σε όλους τους τομείς της κοινωνίας.
Αυτό οδήγησε στο μεγαλύτερο μεμονωμένο γεγονός στην ιστορία που υπογραμμίζει την καταστροφή της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της δράσης των περισσότερων εθνικών κρατών στον κόσμο. Η ΛΔΚ, προκειμένου να επωφεληθεί από τη ζημιά που προκλήθηκε από την κρίση του 2020 στις περισσότερες εθνικές οικονομίες, κινήθηκε γρήγορα με σκοπό να επιστρέψει στην πλήρη παραγωγική της ικανότητα για να εξασφαλίσει ότι, καθώς τα περιοριστικά μέτρα εξαιτίας του κορωνοϊού άρχισαν να αίρονται στις περισσότερες οικονομίες, θα μπορούσε στη συνέχεια να απορρίψει τα μεταποιημένα προϊόντα στην παγκόσμια αγορά.
Αυτό σχεδιάστηκε με σκοπό να διασφαλίσει το ότι η εθνική μεταποίηση στις άλλες χώρες θα ατονήσει από την εκ νέου καθιέρωση μέχρι την εξάλειψη της εξάρτησης από τη ΛΔΚ. Η κατασκευαστική βάση της ΛΔΚ είχε ήδη αρχίσει να γίνεται μη ανταγωνιστική τουλάχιστον τα τελευταία 5 χρόνια (μέχρι το 2020) και η ΛΔΚ έπρεπε να κάνει κάτι για να ανακτήσει τη θέση της ως «μοναδική πηγή» μεταποιημένων προϊόντων.
Αυτό σημαίνει ότι η ΛΔΚ είχε κι εκείνη νόμιμο συμφέρον να διασφαλίσει ότι αυτές οι ανερχόμενες οικονομίες που είχαν αρχίσει να παίρνουν τον έλεγχο των μεταποιητικών ρόλων σε παγκόσμιο επίπεδο από τη ΛΔΚ, θα έμεναν πίσω. Αυτό περιελάμβανε τους μεταποιητικούς τομείς της Ταϊλάνδης, του Βιετνάμ και ούτω καθεξής.
Έτσι εξηγείται η ανάγκη για τα κράτη – έθνη που επιθυμούν να επαναβεβαιώσουν ένα μέτρο κρατικής ανεξαρτησίας προκειμένου να υπολογίσουν τους περιορισμούς και τους δασμούς στα εισαγόμενα αγαθά ως μέσο προστασίας της επανεκκίνησης των τοπικών βιομηχανιών. Το ερώτημα λοιπόν είναι πώς θα γίνει αυτό με τρόπο που δεν θα επέτρεπε και την επανεμφάνιση του εφησυχασμού του εργατικού δυναμικού καθώς και την αναβίωση της σκοπιμότητας γνωρίζοντας ότι οι εγχώριες αγορές προστατεύονται.
Θα πρέπει λοιπόν να εξεταστεί ένα σύνολο ενεργειών από εκείνες τις «προηγμένες» κοινωνίες που είχαν σκεφτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ύπαρξή τους στη μεταβιομηχανική φάση, αλλά τώρα θεώρησαν απαραίτητη την αναβίωση της εγχώριας μεταποίησης. Εδώ περιλαμβάνονται:
– Εξάλειψη των περιοριστικών μέτρων στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με (i) ελαχιστοποίηση του βάρους της γραφειοκρατίας που υποβάλλει φορολογικές αναφορές (ii) δημιουργία απλουστευμένης φορολογικής δομής για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και (iii) δημιουργία ελευθεριών από σωματεία για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
– Επαναπροσδιορισμός της εκπαίδευσης μακριά από το «ψευδο-μεταβιομηχανικό» μοντέλο που επικεντρώθηκε στους πανεπιστημιακούς βαθμούς αμφίβολης αξίας, είτε στη φιλελεύθερη και με βάση τα συμφραζόμενα σκέψη, είτε στην εκπαίδευση σε τομείς πρακτικής αξίας. Αυτό σημαίνει την αντιστροφή της εξευτελιστικής και πατερναλιστικής άποψης του ακαδημαϊκού κόσμου για τους εργάτες, και αντί γι’ αυτό στροφή στην παροχή τεχνικών σχολών εκπαίδευσης και δομημένη εμπορική εκπαίδευση. Κάτι τέτοιο μπορεί αλλά και πρέπει να ενθαρρύνει πολλούς ανθρώπους να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό σε νεαρή ηλικία ενισχύοντας έτσι την οικονομία απομακρύνοντάς τους από την κοινωνική εξάρτηση. Επιπλέον, θα μπορούσε να περιλαμβάνει την απόκτηση δεξιοτήτων με τη μορφή εκπαίδευσης στις ένοπλες υπηρεσίες.
– Εξάλειψη των περισσότερων κυρώσεων από τους νόμους περί πτώχευσης και λιγότερα εμπόδια στη δημιουργία νέων εταιρειών για την τόνωση της δημιουργίας επιχειρήσεων. Τα τελευταία χρόνια, ακόμη και οι ΗΠΑ έχουν κάνει ορισμένες πτυχές των νόμων περί πτώχευσης πιο αυστηρές, όμως από αυτή την άποψη οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παρέχουν το καλύτερο πρότυπο. Η Αυστραλία, για παράδειγμα, έχει δρακόντειες πρακτικές εκκίνησης και διακοπής δραστηριοτήτων των εταιρειών. Όσο περισσότερο απομακρύνεται το κράτος από τη διαδικασία, τόσο περισσότερο ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα και η παραγωγικότητα.
– Εξάλειψη ή μείωση του μεγέθους των κεντρικών κυβερνητικών δομών. Οι κυβερνητικές θέσεις εργασίας αποτελούν βάρος για οποιαδήποτε οικονομία. Ορισμένες είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης κατάστασης, οι περισσότερες όμως δεν είναι. Η μείωση τη κυβερνητικής γραφειοκρατίας με την επιβολή ενός συνόλου υποχρεωτικών συνταξιοδοτήσεων και μια επιλεκτική παύση προσλήψεων αποτελούν πολύ καλύτερη χρήση των κρατικών πόρων σε σύγκριση με τη χρηματοδότηση μιας μη παραγωγικής οικονομίας.
– Εξάλειψη των νομοθετικών περιορισμών στη γεωργική αποτελεσματικότητα και ενίσχυση προγραμμάτων που συμβάλλουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας του εδάφους. Επιπλέον, χρειάζεται διασφάλιση επαρκούς ελέγχου στις πηγές νερού από τους γεωργούς, καθώς και αντιστροφή των αρνητικών επιπτώσεων από τη χρήση χημικών λιπασμάτων τον τελευταίο αιώνα.
4. Επαναπροσδιορισμός εμπορικών συνασπισμών
Το εμπόριο αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο της κοινωνίας. Υποτίθεται ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι η ζωτική πτυχή μιας αναπτυσσόμενης κοινωνίας. Στην πραγματικότητα όμως, το εμπόριο πρώτων υλών αποτελεί θεμέλιο της ύπαρξης του κυρίαρχου κράτους.
Ο έλεγχος του εμπορίου και των εμπορικών τακτικών αποτελεί εργαλείο καθοριστικής σημασίας στη στρατηγική εθνικής ασφάλειας. Ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστησαν σαφές το πώς ο έλεγχος των παγκόσμιων θαλάσσιων λωρίδων καθόρισε το αποτέλεσμα αυτών των συγκρούσεων.
Το «ελεύθερο εμπόριο» σε μια εποχή συγκρούσεων και κρίσης, είναι αξιωματικά αντιπαραγωγικό στην επίτευξη εθνικής επιβίωσης και στον περιορισμό των αντιπάλων.
Η κρίση του 2020 εξασφάλισε ότι, προς το παρόν, η εποχή του ελεύθερου εμπορίου έχει τελειώσει. Δεν πρόκειται για μια ιδεολογική ή φιλοσοφική θέση – ισχύουν οι έννοιες των αγορών που καθορίζουν το ελεύθερο εμπόριο – αλλά περισσότερο για μια θέση διασφάλισης της εθνικής επιβίωσης και ελαχιστοποίησης του πλεονεκτήματος κάποιου ανταγωνιστή. Εκτός από τη μεγάλη δύναμη που επιθυμεί να κυριαρχήσει στους εμπορικούς της εταίρους, μόνο εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν ότι έχει ξεκινήσει πόλεμος θα συνεχίσουν να επιμένουν στο «ελεύθερο εμπόριο».
Αν πρέπει να δοθεί έμφαση στο εμπόριο ανάμεσα στους αξιόπιστους εταίρους, τότε απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι οι εμπορικές συμφωνίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις ασφαλείας για να διασφαλιστεί η απελευθέρωση αυτού του εμπορίου. Αυτό φυσικά τονίζει εκ νέου την ασφάλεια των θαλάσσιων λωρίδων, των στενών και των υδάτινων οδών καθώς και των οδών εναέριας κυκλοφορίας. Η άποψη για συνέχιση της παλιάς «παγκόσμιας τάξης βάσει κανόνων» δεν ισχύει πλέον.
Η ΛΔΚ, ανακοινώνοντας (το 2018) τον «νέο Τριακονταετή Πόλεμο», ανέφερε ότι στο τέλος αυτού του πολέμου (το 2049) θα είχε δημιουργήσει μια «νέα Συνθήκη της Βεστφαλίας» – με κάποιο άλλο όνομα – προκειμένου να φτιάξει μια «παγκόσμια τάξη βάσει κανόνων» που θα βρισκόταν υπό την κυριαρχία του Πεκίνου. Το ότι το λέει βέβαια δεν σημαίνει ότι θα γίνει έτσι, αλλά η πρόθεσή της είναι ξεκάθαρη: η ΛΔΚ δεν αποδέχεται την προ του 2020 ισχύ της θεωρητικής ισότητας των εθνών-κρατών.
Συνεπώς, οι νέοι εμπορικοί στόχοι των κυβερνήσεων μετά το 2020 πρέπει να καθοριστούν, διότι είναι σαφές ότι μέχρι τώρα δεν έχουν καθοριστεί. Αυτοί οι στόχοι θα πρέπει να καθορίσουν τους εθνικούς στόχους, τις ανάγκες και τις μεθόδους επίτευξης των επιθυμητών στόχων.
Αυτό σημαίνει ότι οι εμπορικές τακτικές πρέπει να επικαλύπτουν τις τακτικές ασφαλείας. Αν το εμπόριο είναι αποφασιστικής σημασίας, πρέπει να υπάρχουν τα μέσα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να επιτύχει. Το εμπόριο λοιπόν δεν γίνεται μόνο για τα εμπορεύματα, αλλά για τα μέσα και τις οδούς παράδοσής τους, καθώς και για την ασφάλεια για την εγγύηση αυτής της τακτικής.
5. Επαναπροσδιορισμός στρατηγικών
Πώς μπορούν να εφαρμοστούν οι στρατηγικές που είναι σχεδιασμένες για άλλους καιρούς στον κόσμο μετά το 2020;
Το 2020 οι οικονομικοί, γεωπολιτικοί και εμπορικοί παράγοντες άλλαξαν. Πράγματι, πολλές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν ως συνήθως, αλλά η υποκείμενη στρατηγική κλίση έχει μετατοπιστεί και η παγκόσμια θέση του χρέους έχει αλλάξει τις οικονομικές δυνατότητες.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κατέστησε σαφές ότι έχει ήδη ξεκινήσει έναν πόλεμο – έναν άμορφο ολοκληρωτικό πόλεμο στον 21ο αιώνα – τον οποίο δεν μπορεί να εγκαταλείψει. Για τη ΛΔΚ ο πόλεμος αυτός, όπως είναι γνωστό, κυριαρχείται από ένα ισχυρό διαδραστικό πρότυπο πληθυσμού, καθώς και κοινωνιολογικούς, οικονομικούς, τεχνολογικούς και πληροφοριακούς παράγοντες κυριαρχίας, πολύ διαφορετικούς από τους στρατιωτικούς παράγοντες.
Πράγματι, η ΛΔΚ ελπίζει ότι θα κερδίσει τον πόλεμο πριν από οποιαδήποτε επίσημη στρατιωτική αντιπαράθεση.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι μια μορφή αντίδρασης θα ήταν να αναγκαστεί η ΛΔΚ να κάνει τον πόλεμό της με όρους που θεωρεί δυσμενείς; Διότι αυτό θα αποτελούσε πράγματι στρατιωτική πτυχή ενός «ολοκληρωτικού πολέμου».
Έτσι, προς το παρόν η ΛΔΚ ξεκινά μια κατ’ ιδίαν αμυντική στρατιωτική στρατηγική εναντίον των ΗΠΑ, ενώ προσποιείται με συμβολικές στρατιωτικές ενέργειες σε ορισμένες περιοχές, όπως η Θάλασσα της Νότιας και Ανατολικής Κίνας. Το Πεκίνο όμως είναι ιδιαίτερα επιθετικό στην προβολή της ισχύος του με διπλωματικά και μη στρατιωτικά μέσα εναντίον άλλων στόχων. Πάντως, διαθέτει μόνο οικονομικούς μοχλούς για να υποστηρίξει αυτή την απόπειρα χρήσης «συντριπτικής δύναμης» στους εμπορικούς και διπλωματικούς εταίρους της.
Και αυτοί οι μοχλοί προέρχονται από την παρακμάζουσα οικονομία της ΛΔΚ. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, το σχέδιο της ΛΔΚ είναι να ελαχιστοποιήσει την αντίσταση στη στρατηγική της επίθεση μειώνοντας την οικονομική ισχύ και την ανεξαρτησία των στόχων της.
Πού αλλού στην ιστορία έχουμε ξαναδεί ένα συγκρίσιμο μοντέλο στρατηγικής προβολής; Εκ πρώτης, τίποτα δεν φαίνεται συγκρίσιμο, αυτό όμως είναι μια μεγάλη στρατηγική μπλόφα, απάτη και θράσος. Μέχρι τώρα, υπήρξε για το Πεκίνο αποτελεσματικό, αλλά η κρίση του 2020 πόλωσε κατά πολύ την άποψη εναντίον της ΛΔΚ.
6. Επαναπροσδιορισμός των αμυντικών μηχανισμών
Ποιές στρατιωτικές δομές και δόγματα θα επιβιώσουν από το σημείο καμπής του 2020;
Οι περισσότερες κυβερνήσεις θα πρέπει να αναγκάσουν τους υπεύθυνους άμυνας να εναρμονίσουν τα αμυντικά στρατηγικά τους σχέδια με τους μεγάλους εθνικούς στρατηγικούς στόχους και επιλογές. Αυτό θα είναι δύσκολο, διότι οι αμυντικές δομές εξαρτώνται από τον παραδοσιακό εξοπλισμό, το παραδοσιακό δόγμα και τις παραδοσιακές συμπεριφορές. Και οι κυβερνητικοί ηγέτες είναι αντίθετοι στους μακροπρόθεσμους στόχους.
Σε ποιό βαθμό τα μακροπρόθεσμα προγράμματα υποστήριξης του κεφαλαίου μπορούν να επαναρρυθμιστούν για το νέο στρατηγικό περιβάλλον; Ακόμα πιο σημαντικό είναι το ερώτημα του πώς μπορούν οι αμυντικές δυνάμεις να διατηρήσουν ακόμη και επιχειρησιακές δυνατότητες όταν η μείωση των εθνικών οικονομικών προοπτικών ίσως περιορίσει την αύξηση των αμυντικών δαπανών, αν η ανάπτυξη είναι ακόμη εφικτή τα επόμενα χρόνια;
Σε σημαντικό βαθμό, επειδή ο «νέος ολοκληρωτικός πόλεμος» είναι πιθανό να περιλαμβάνει λιγότερες μετακινήσεις και να είναι λιγότερο επίσημος σε σύγκριση με τους πολέμους του 20ου αιώνα, κάποιες βελτιώσεις στην αποδοτικότητα θα προκύψουν λόγω περισσότερης διεπιστημονικής συνεργασίας από ό,τι έχει επιτευχθεί ιστορικά. Αυτή είναι η πιο δύσκολη πτυχή. Σε καταστάσεις «πολέμου», ο στρατός θεωρεί ότι πρέπει εκείνος να ηγηθεί.
Η ρωσική κυβέρνηση πρόσφατα έδωσε στο Γενικό Επιτελείο της Ρωσίας πολεμική ηγετική εξουσία – ακόμη και σε πλαίσια μη μετακίνησης – με το επιχείρημα ότι «οι μη στρατιωτικές ενέργειες αποτελούν το 80% των σύγχρονων συγκρούσεων». Μπορούν όμως οι σταδιοδρομίες της στρατιωτικής πειθαρχίας, της λογικής και της αλυσίδας της ιεραρχίας να προσαρμοστούν στο καινούριο, ρευστό, άμορφο κοινωνικό πρόσωπο του «ολοκληρωτικού πολέμου του 20ου αιώνα»;
Σε αυτό περιλαμβάνονται τα πρίσματα της οικονομίας μέσω των οποίων είδαμε την επιστήμη και την τεχνολογία μέχρι εκείνο το σημείο.
Η «νέα οικονομία» περιλαμβάνει ορισμένες βασικές αρχές, όπως:
1.Οι παγκόσμιες και εθνικές οικονομίες περιορίζονται από άνευ προηγουμένου επίπεδα χρέους και εξυπηρέτησης χρέους.
2. Μείωση του μεγέθους της αγοράς λόγω των οικονομικών περιορισμών και της πραγματικής μείωσης των επιπέδων του πληθυσμού, ιδίως εντός των βασικών κοινωνικοοικονομικών ομάδων της αγοράς.
3. Πόλωση των εμπορικών δικτύων λόγω οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, αλλά και παραγόντων ασφάλειας, γεγονός που οδηγεί σε μεγαλύτερη διμερή εμπορική συναλλαγή καθώς και στην ανάγκη εκ νέου νομισματοποίησης ορισμένων μορφών εμπορίου ως ανταλλαγή ή αντιπραγματισμό ή ορισμού τους ως δημιουργικά «καλάθια νομισμάτων».
4. Μειωμένη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης για μια περίοδο έρευνας και ανάπτυξης, ορισμένων εμπορικών υποδομών, καθώς και για λόγους καθαρής επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, το βιώσιμο κίνητρο για την επανένταξη ανέργων εργαζομένων είναι πιθανό να περιλαμβάνει ορισμένα πακέτα υποδομών του δημόσιου τομέα.
5. Μεγαλύτερη ευκολία από τις ένοπλες δυνάμεις στην επίτευξη στόχων στρατολόγησης αφού οι εμπορικές θέσεις εργασίας δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλο το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό.
6. Αυξανόμενη δυσπιστία για τις κυβερνητικές προσπάθειες όσον αφορά τον έλεγχο της οικονομίας περιορίζοντας τη χρήση μετρητών, καθώς τα χαρτονομίσματα χάνουν την «απόλυτη πίστη και εμπιστοσύνη» των κυβερνήσεων. Αυτό θα δώσει κίνητρο για τη χρήση εναλλακτικών μορφών «νομίσματος», συμπεριλαμβανομένων των κρυπτονομισμάτων. Όλα αυτά θα οδηγήσουν σε κοινωνική πόλωση μακριά από τις κυβερνήσεις (δηλ. θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση), η οποία μπορεί να συγκρατηθεί μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα και η οποία θα οδηγήσει σίγουρα σε περαιτέρω μείωση της οικονομικής παραγωγικότητας, όπως ανακάλυψε η ΛΔΚ τα τελευταία 8 χρόνια. Αυτό θα επιδεινώσει περαιτέρω την πρόκληση της παγκόσμιας στρατηγικής ανταγωνιστικότητας.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;
Η τόνωση των εθνικών οικονομιών συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το να βλέπουμε τις οικονομίες έτσι ακριβώς: ως εθνικές. Ή τουλάχιστον καλύτερα προστατευμένες σε συγκεκριμένες γεωπολιτικές περιοχές.
Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα (στην πραγματικότητα η περίοδος μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου) βρήκαν τις περισσότερες χώρες να αναθέτουν μεγάλο μέρος της παραγωγής τους στη ΛΔΚ. Η ξαφνική κατάρρευση του 2020 βρήκε τις περισσότερες χώρες εκτεθειμένες στην εξάρτηση από τη ΛΔΚ για προμήθειες ζωτικής σημασίας σε όλους τους τομείς της κοινωνίας.
Αυτό οδήγησε στο μεγαλύτερο μεμονωμένο γεγονός στην ιστορία που υπογραμμίζει την καταστροφή της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της δράσης των περισσότερων εθνικών κρατών στον κόσμο. Η ΛΔΚ, προκειμένου να επωφεληθεί από τη ζημιά που προκλήθηκε από την κρίση του 2020 στις περισσότερες εθνικές οικονομίες, κινήθηκε γρήγορα με σκοπό να επιστρέψει στην πλήρη παραγωγική της ικανότητα για να εξασφαλίσει ότι, καθώς τα περιοριστικά μέτρα εξαιτίας του κορωνοϊού άρχισαν να αίρονται στις περισσότερες οικονομίες, θα μπορούσε στη συνέχεια να απορρίψει τα μεταποιημένα προϊόντα στην παγκόσμια αγορά.
Αυτό σχεδιάστηκε με σκοπό να διασφαλίσει το ότι η εθνική μεταποίηση στις άλλες χώρες θα ατονήσει από την εκ νέου καθιέρωση μέχρι την εξάλειψη της εξάρτησης από τη ΛΔΚ. Η κατασκευαστική βάση της ΛΔΚ είχε ήδη αρχίσει να γίνεται μη ανταγωνιστική τουλάχιστον τα τελευταία 5 χρόνια (μέχρι το 2020) και η ΛΔΚ έπρεπε να κάνει κάτι για να ανακτήσει τη θέση της ως «μοναδική πηγή» μεταποιημένων προϊόντων.
Αυτό σημαίνει ότι η ΛΔΚ είχε κι εκείνη νόμιμο συμφέρον να διασφαλίσει ότι αυτές οι ανερχόμενες οικονομίες που είχαν αρχίσει να παίρνουν τον έλεγχο των μεταποιητικών ρόλων σε παγκόσμιο επίπεδο από τη ΛΔΚ, θα έμεναν πίσω. Αυτό περιελάμβανε τους μεταποιητικούς τομείς της Ταϊλάνδης, του Βιετνάμ και ούτω καθεξής.
Έτσι εξηγείται η ανάγκη για τα κράτη – έθνη που επιθυμούν να επαναβεβαιώσουν ένα μέτρο κρατικής ανεξαρτησίας προκειμένου να υπολογίσουν τους περιορισμούς και τους δασμούς στα εισαγόμενα αγαθά ως μέσο προστασίας της επανεκκίνησης των τοπικών βιομηχανιών. Το ερώτημα λοιπόν είναι πώς θα γίνει αυτό με τρόπο που δεν θα επέτρεπε και την επανεμφάνιση του εφησυχασμού του εργατικού δυναμικού καθώς και την αναβίωση της σκοπιμότητας γνωρίζοντας ότι οι εγχώριες αγορές προστατεύονται.
Θα πρέπει λοιπόν να εξεταστεί ένα σύνολο ενεργειών από εκείνες τις «προηγμένες» κοινωνίες που είχαν σκεφτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ύπαρξή τους στη μεταβιομηχανική φάση, αλλά τώρα θεώρησαν απαραίτητη την αναβίωση της εγχώριας μεταποίησης. Εδώ περιλαμβάνονται:
– Εξάλειψη των περιοριστικών μέτρων στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με (i) ελαχιστοποίηση του βάρους της γραφειοκρατίας που υποβάλλει φορολογικές αναφορές (ii) δημιουργία απλουστευμένης φορολογικής δομής για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και (iii) δημιουργία ελευθεριών από σωματεία για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
– Επαναπροσδιορισμός της εκπαίδευσης μακριά από το «ψευδο-μεταβιομηχανικό» μοντέλο που επικεντρώθηκε στους πανεπιστημιακούς βαθμούς αμφίβολης αξίας, είτε στη φιλελεύθερη και με βάση τα συμφραζόμενα σκέψη, είτε στην εκπαίδευση σε τομείς πρακτικής αξίας. Αυτό σημαίνει την αντιστροφή της εξευτελιστικής και πατερναλιστικής άποψης του ακαδημαϊκού κόσμου για τους εργάτες, και αντί γι’ αυτό στροφή στην παροχή τεχνικών σχολών εκπαίδευσης και δομημένη εμπορική εκπαίδευση. Κάτι τέτοιο μπορεί αλλά και πρέπει να ενθαρρύνει πολλούς ανθρώπους να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό σε νεαρή ηλικία ενισχύοντας έτσι την οικονομία απομακρύνοντάς τους από την κοινωνική εξάρτηση. Επιπλέον, θα μπορούσε να περιλαμβάνει την απόκτηση δεξιοτήτων με τη μορφή εκπαίδευσης στις ένοπλες υπηρεσίες.
– Εξάλειψη των περισσότερων κυρώσεων από τους νόμους περί πτώχευσης και λιγότερα εμπόδια στη δημιουργία νέων εταιρειών για την τόνωση της δημιουργίας επιχειρήσεων. Τα τελευταία χρόνια, ακόμη και οι ΗΠΑ έχουν κάνει ορισμένες πτυχές των νόμων περί πτώχευσης πιο αυστηρές, όμως από αυτή την άποψη οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παρέχουν το καλύτερο πρότυπο. Η Αυστραλία, για παράδειγμα, έχει δρακόντειες πρακτικές εκκίνησης και διακοπής δραστηριοτήτων των εταιρειών. Όσο περισσότερο απομακρύνεται το κράτος από τη διαδικασία, τόσο περισσότερο ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα και η παραγωγικότητα.
– Εξάλειψη ή μείωση του μεγέθους των κεντρικών κυβερνητικών δομών. Οι κυβερνητικές θέσεις εργασίας αποτελούν βάρος για οποιαδήποτε οικονομία. Ορισμένες είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης κατάστασης, οι περισσότερες όμως δεν είναι. Η μείωση τη κυβερνητικής γραφειοκρατίας με την επιβολή ενός συνόλου υποχρεωτικών συνταξιοδοτήσεων και μια επιλεκτική παύση προσλήψεων αποτελούν πολύ καλύτερη χρήση των κρατικών πόρων σε σύγκριση με τη χρηματοδότηση μιας μη παραγωγικής οικονομίας.
– Εξάλειψη των νομοθετικών περιορισμών στη γεωργική αποτελεσματικότητα και ενίσχυση προγραμμάτων που συμβάλλουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας του εδάφους. Επιπλέον, χρειάζεται διασφάλιση επαρκούς ελέγχου στις πηγές νερού από τους γεωργούς, καθώς και αντιστροφή των αρνητικών επιπτώσεων από τη χρήση χημικών λιπασμάτων τον τελευταίο αιώνα.
4. Επαναπροσδιορισμός εμπορικών συνασπισμών
Το εμπόριο αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο της κοινωνίας. Υποτίθεται ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι η ζωτική πτυχή μιας αναπτυσσόμενης κοινωνίας. Στην πραγματικότητα όμως, το εμπόριο πρώτων υλών αποτελεί θεμέλιο της ύπαρξης του κυρίαρχου κράτους.
Ο έλεγχος του εμπορίου και των εμπορικών τακτικών αποτελεί εργαλείο καθοριστικής σημασίας στη στρατηγική εθνικής ασφάλειας. Ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστησαν σαφές το πώς ο έλεγχος των παγκόσμιων θαλάσσιων λωρίδων καθόρισε το αποτέλεσμα αυτών των συγκρούσεων.
Το «ελεύθερο εμπόριο» σε μια εποχή συγκρούσεων και κρίσης, είναι αξιωματικά αντιπαραγωγικό στην επίτευξη εθνικής επιβίωσης και στον περιορισμό των αντιπάλων.
Η κρίση του 2020 εξασφάλισε ότι, προς το παρόν, η εποχή του ελεύθερου εμπορίου έχει τελειώσει. Δεν πρόκειται για μια ιδεολογική ή φιλοσοφική θέση – ισχύουν οι έννοιες των αγορών που καθορίζουν το ελεύθερο εμπόριο – αλλά περισσότερο για μια θέση διασφάλισης της εθνικής επιβίωσης και ελαχιστοποίησης του πλεονεκτήματος κάποιου ανταγωνιστή. Εκτός από τη μεγάλη δύναμη που επιθυμεί να κυριαρχήσει στους εμπορικούς της εταίρους, μόνο εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν ότι έχει ξεκινήσει πόλεμος θα συνεχίσουν να επιμένουν στο «ελεύθερο εμπόριο».
Αν πρέπει να δοθεί έμφαση στο εμπόριο ανάμεσα στους αξιόπιστους εταίρους, τότε απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι οι εμπορικές συμφωνίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις ασφαλείας για να διασφαλιστεί η απελευθέρωση αυτού του εμπορίου. Αυτό φυσικά τονίζει εκ νέου την ασφάλεια των θαλάσσιων λωρίδων, των στενών και των υδάτινων οδών καθώς και των οδών εναέριας κυκλοφορίας. Η άποψη για συνέχιση της παλιάς «παγκόσμιας τάξης βάσει κανόνων» δεν ισχύει πλέον.
Η ΛΔΚ, ανακοινώνοντας (το 2018) τον «νέο Τριακονταετή Πόλεμο», ανέφερε ότι στο τέλος αυτού του πολέμου (το 2049) θα είχε δημιουργήσει μια «νέα Συνθήκη της Βεστφαλίας» – με κάποιο άλλο όνομα – προκειμένου να φτιάξει μια «παγκόσμια τάξη βάσει κανόνων» που θα βρισκόταν υπό την κυριαρχία του Πεκίνου. Το ότι το λέει βέβαια δεν σημαίνει ότι θα γίνει έτσι, αλλά η πρόθεσή της είναι ξεκάθαρη: η ΛΔΚ δεν αποδέχεται την προ του 2020 ισχύ της θεωρητικής ισότητας των εθνών-κρατών.
Συνεπώς, οι νέοι εμπορικοί στόχοι των κυβερνήσεων μετά το 2020 πρέπει να καθοριστούν, διότι είναι σαφές ότι μέχρι τώρα δεν έχουν καθοριστεί. Αυτοί οι στόχοι θα πρέπει να καθορίσουν τους εθνικούς στόχους, τις ανάγκες και τις μεθόδους επίτευξης των επιθυμητών στόχων.
Αυτό σημαίνει ότι οι εμπορικές τακτικές πρέπει να επικαλύπτουν τις τακτικές ασφαλείας. Αν το εμπόριο είναι αποφασιστικής σημασίας, πρέπει να υπάρχουν τα μέσα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να επιτύχει. Το εμπόριο λοιπόν δεν γίνεται μόνο για τα εμπορεύματα, αλλά για τα μέσα και τις οδούς παράδοσής τους, καθώς και για την ασφάλεια για την εγγύηση αυτής της τακτικής.
5. Επαναπροσδιορισμός στρατηγικών
Πώς μπορούν να εφαρμοστούν οι στρατηγικές που είναι σχεδιασμένες για άλλους καιρούς στον κόσμο μετά το 2020;
Το 2020 οι οικονομικοί, γεωπολιτικοί και εμπορικοί παράγοντες άλλαξαν. Πράγματι, πολλές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν ως συνήθως, αλλά η υποκείμενη στρατηγική κλίση έχει μετατοπιστεί και η παγκόσμια θέση του χρέους έχει αλλάξει τις οικονομικές δυνατότητες.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κατέστησε σαφές ότι έχει ήδη ξεκινήσει έναν πόλεμο – έναν άμορφο ολοκληρωτικό πόλεμο στον 21ο αιώνα – τον οποίο δεν μπορεί να εγκαταλείψει. Για τη ΛΔΚ ο πόλεμος αυτός, όπως είναι γνωστό, κυριαρχείται από ένα ισχυρό διαδραστικό πρότυπο πληθυσμού, καθώς και κοινωνιολογικούς, οικονομικούς, τεχνολογικούς και πληροφοριακούς παράγοντες κυριαρχίας, πολύ διαφορετικούς από τους στρατιωτικούς παράγοντες.
Πράγματι, η ΛΔΚ ελπίζει ότι θα κερδίσει τον πόλεμο πριν από οποιαδήποτε επίσημη στρατιωτική αντιπαράθεση.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι μια μορφή αντίδρασης θα ήταν να αναγκαστεί η ΛΔΚ να κάνει τον πόλεμό της με όρους που θεωρεί δυσμενείς; Διότι αυτό θα αποτελούσε πράγματι στρατιωτική πτυχή ενός «ολοκληρωτικού πολέμου».
Έτσι, προς το παρόν η ΛΔΚ ξεκινά μια κατ’ ιδίαν αμυντική στρατιωτική στρατηγική εναντίον των ΗΠΑ, ενώ προσποιείται με συμβολικές στρατιωτικές ενέργειες σε ορισμένες περιοχές, όπως η Θάλασσα της Νότιας και Ανατολικής Κίνας. Το Πεκίνο όμως είναι ιδιαίτερα επιθετικό στην προβολή της ισχύος του με διπλωματικά και μη στρατιωτικά μέσα εναντίον άλλων στόχων. Πάντως, διαθέτει μόνο οικονομικούς μοχλούς για να υποστηρίξει αυτή την απόπειρα χρήσης «συντριπτικής δύναμης» στους εμπορικούς και διπλωματικούς εταίρους της.
Και αυτοί οι μοχλοί προέρχονται από την παρακμάζουσα οικονομία της ΛΔΚ. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, το σχέδιο της ΛΔΚ είναι να ελαχιστοποιήσει την αντίσταση στη στρατηγική της επίθεση μειώνοντας την οικονομική ισχύ και την ανεξαρτησία των στόχων της.
Πού αλλού στην ιστορία έχουμε ξαναδεί ένα συγκρίσιμο μοντέλο στρατηγικής προβολής; Εκ πρώτης, τίποτα δεν φαίνεται συγκρίσιμο, αυτό όμως είναι μια μεγάλη στρατηγική μπλόφα, απάτη και θράσος. Μέχρι τώρα, υπήρξε για το Πεκίνο αποτελεσματικό, αλλά η κρίση του 2020 πόλωσε κατά πολύ την άποψη εναντίον της ΛΔΚ.
6. Επαναπροσδιορισμός των αμυντικών μηχανισμών
Ποιές στρατιωτικές δομές και δόγματα θα επιβιώσουν από το σημείο καμπής του 2020;
Οι περισσότερες κυβερνήσεις θα πρέπει να αναγκάσουν τους υπεύθυνους άμυνας να εναρμονίσουν τα αμυντικά στρατηγικά τους σχέδια με τους μεγάλους εθνικούς στρατηγικούς στόχους και επιλογές. Αυτό θα είναι δύσκολο, διότι οι αμυντικές δομές εξαρτώνται από τον παραδοσιακό εξοπλισμό, το παραδοσιακό δόγμα και τις παραδοσιακές συμπεριφορές. Και οι κυβερνητικοί ηγέτες είναι αντίθετοι στους μακροπρόθεσμους στόχους.
Σε ποιό βαθμό τα μακροπρόθεσμα προγράμματα υποστήριξης του κεφαλαίου μπορούν να επαναρρυθμιστούν για το νέο στρατηγικό περιβάλλον; Ακόμα πιο σημαντικό είναι το ερώτημα του πώς μπορούν οι αμυντικές δυνάμεις να διατηρήσουν ακόμη και επιχειρησιακές δυνατότητες όταν η μείωση των εθνικών οικονομικών προοπτικών ίσως περιορίσει την αύξηση των αμυντικών δαπανών, αν η ανάπτυξη είναι ακόμη εφικτή τα επόμενα χρόνια;
Σε σημαντικό βαθμό, επειδή ο «νέος ολοκληρωτικός πόλεμος» είναι πιθανό να περιλαμβάνει λιγότερες μετακινήσεις και να είναι λιγότερο επίσημος σε σύγκριση με τους πολέμους του 20ου αιώνα, κάποιες βελτιώσεις στην αποδοτικότητα θα προκύψουν λόγω περισσότερης διεπιστημονικής συνεργασίας από ό,τι έχει επιτευχθεί ιστορικά. Αυτή είναι η πιο δύσκολη πτυχή. Σε καταστάσεις «πολέμου», ο στρατός θεωρεί ότι πρέπει εκείνος να ηγηθεί.
Η ρωσική κυβέρνηση πρόσφατα έδωσε στο Γενικό Επιτελείο της Ρωσίας πολεμική ηγετική εξουσία – ακόμη και σε πλαίσια μη μετακίνησης – με το επιχείρημα ότι «οι μη στρατιωτικές ενέργειες αποτελούν το 80% των σύγχρονων συγκρούσεων». Μπορούν όμως οι σταδιοδρομίες της στρατιωτικής πειθαρχίας, της λογικής και της αλυσίδας της ιεραρχίας να προσαρμοστούν στο καινούριο, ρευστό, άμορφο κοινωνικό πρόσωπο του «ολοκληρωτικού πολέμου του 20ου αιώνα»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΣΧΟΛΊΟΥ
Τα σχόλια στό 07magazine men'sblogspot υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων είναι (αστική και ποινική) και βαρύνει τους σχολιαστές.