Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Η Κίνα διεξάγει ένα νέο είδος πολέμου ενάντια στις ΗΠΑ (I)

Το 1999, το Πεκίνο κατέστησε σαφές ότι όταν ξεκίνησε πόλεμο με τις ΗΠΑ θα επρόκειτο για ένα νέο είδος πολέμου.
Ο Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) Xi Jinping τον Οκτώβριο του 2018 ανακοίνωσε ότι ξεκίνησε έναν «νέο Τριακονταετή Πόλεμο» με τις ΗΠΑ.


Φαίνεται όμως ότι δεν υπήρξε κάποια αναπάντεχη επίθεση, οπότε ο υπόλοιπος κόσμος αγνόησε αυτή την κήρυξη πολέμου, πράγμα που ήταν λάθος.

Ήταν ξεκάθαρο ότι η «παγκόσμια πανδημία φόβου» που προήλθε από τον COVID-19 το 2020 αποκάλυψε το πεδίο της μάχης, ενώ οι πρώτες βολές πρόεκυψαν από τη ΛΔΚ με μια σειρά στρατηγικών σχεδίων. Βέβαια, ο COVID-19 δεν ήταν αυτή καθαυτή η «αναπάντεχη επίθεση», αλλά η πανδημία του φόβου που ακολούθησε κατέστρεψε την παγκόσμια οικονομία.

Το Πεκίνο δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για να ξεκινήσει στρατηγικές επιχειρήσεις – μια νέα μορφή «ολοκληρωτικού πολέμου» – αν ήθελε να επιβιώσει ως παγκόσμια δύναμη και να αναλάβει την υπεροχή εντός του συμβολικού χρονικού πλαισίου των 30 ετών.

Ο Σαίξπηρ είχε πει κάποτε: «Υπάρχει μια άμπωτη στις υποθέσεις των ανθρώπων, η οποία, όταν γίνεται πλημμυρίδα, τους οδηγεί στην τύχη. Όταν παραλείπεται, ολόκληρο το ταξίδι της ζωής τους πραγματοποιείται στα ρηχά, μέσα στην εξαθλίωση. Σε μια τέτοια  φουσκοθαλασσιά επιπλέουμε τώρα. Και πρέπει να ακολουθούμε το ρεύμα όταν αυτό μας εξυπηρετεί, αλλιώς θα χάσουμε τις περιπέτειες που μας περιμένουν».

Από την πλευρά του Πεκίνου, δεδομένου ότι η οικονομία της ΛΔΚ βρίσκονταν ήδη σε τεράστια πτώση, ήταν κρίσιμης σημασίας οι οικονομίες των στρατηγικών αντιπάλων της να υποχωρήσουν επίσης. Αυτό μπορεί να ήταν ή να μην ήταν κάποια προγραμματισμένη πτυχή της στρατηγικής αντιμετώπισης του COVID-19 από τη ΛΔΚ, αλλά σίγουρα υιοθετήθηκε γρήγορα από το Πεκίνο.

Με άλλα λόγια, αν η ΛΔΚ δεν μπορούσε να αντιστρέψει την οικονομική της παρακμή, η στρατηγική της ανταγωνιστικότητα που προχωρά μπροστά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το να δει τους αντιπάλους της να ακολουθούν ανάλογη πτώση ή ακόμη και να καταστρέφονται. Δεν επρόκειτο για έναν αγώνα για την κορυφή – ήταν ένας αγώνας για να μην γίνουν εκείνοι πρώτοι από το τέλος.

Και από την πλευρά του Πεκίνου, επρόκειτο επίσης για έναν πόλεμο που περιλαμβάνει πολεμικές στρατηγικές ευρείας μορφής πληθυσμού, ιδιαίτερα αξιοποιήσιμες στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που με τη σειρά τους συνδέονται με μια σειρά στρατηγικών και τακτικών ψυχολογικών και ψυχοπολιτικών επιχειρήσεων. Αυτό ήταν σαφές από τη μελέτη συγκριτικής αξιολόγησης της ΛΔΚ με τίτλο «Unrestricted Warfare» που εκδόθηκε το 1999, και η οποία έχει πλέον καθιερωθεί κυριολεκτικά ως το χαρακτηριστικό βιβλίο του νέου «ολοκληρωτικού πολέμου» ενάντια στις ΗΠΑ και τη Δύση.

Όσον αφορά το Πεκίνο, όλα συνδέονται με τον οικονομικό και κοινωνικό πόλεμο, συμπεριλαμβανομένου του πληθυσμιακού πολέμου σε διάφορα επίπεδα. Η προβολή της στρατιωτικής δύναμης είναι σημαντική συνιστώσα μόνο βραχυπρόθεσμα και σε πολύ μικρό ποσοστό. Η στρατιωτική σύγκρουση θα ήταν επικίνδυνη αν, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επρόκειτο να εμπλακούν άμεσα χρησιμοποιώντας στρατιωτικές δυνάμεις. Ήταν λοιπόν μια στρατηγική με την οποία η ΛΔΚ επιδίωκε την αποδυνάμωση και τη διάσπαση εκείνου που σε άλλη περίπτωση θα αποτελούσε μια συντριπτική εχθρική συμμαχία.

– Μια θεμελιώδης αρχή της εμπλοκής του Πεκίνου ήταν να διαχωρίσει τις ΗΠΑ από τους παραδοσιακούς συμμάχους της εκμεταλλευόμενη τα σχίσματα που όλο και χειροτέρευαν και επεκτείνονταν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

– Μια παράλληλη αρχή ήταν – και είναι – να διχάσει στη συνέχεια τους εσωτερικούς πληθυσμούς των ΗΠΑ και των συμμάχων της επιτείνοντας και υποστηρίζοντας τα υπάρχοντα κοινωνικά σχίσματα.

Με τέτοια μέσα οι ακλόνητοι και σταθεροί αντίπαλοι διασπώνται και στη συνέχεια αμφισβητούνται βήμα βήμα. Έπειτα, ο καθένας από τους ξεχωριστούς αντιπάλους εξασθενεί εσωτερικά και εμποδίζεται να λάβει ελεύθερη και αποφασιστική δράση ακόμα και σε εθνικό επίπεδο. Όταν ένας αντίπαλος έχει να αντιμετωπίσει εσωτερικά προβλήματα ή απασχολείται με εσωτερικά ζητήματα, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει απειλή.

Η λέξη «Splittist» (διασπαστικός) υπήρξε εδώ και πολύ καιρό ένα ιδιαίτερα καυστικό επίθετο το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι κομμουνιστές για να αναφερθούν υποτιμητικά σε όσους διαχωρίστηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (CPC) ή προσπάθησαν να διαχωρίσουν τη χώρα από το CPC. Σήμερα, χρησιμοποιούνται στρατηγικές διάσπασης ενάντια στους εχθρούς του CPC.

Η προσέγγιση του Πεκίνου διδάχθηκε από τη δυτική στρατηγική του Ψυχρού Πολέμου, η οποία επρόκειτο να επιδεινώσει μέχρι διάλυσης τους δεσμούς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας με την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ).

Για να μεγαλώσει έτσι το σινο-σοβιετικό ρήγμα.

Το Πεκίνο το συνειδητοποίησε αυτό όταν δέχτηκε να συμμετάσχει σε αυτή τη Σινο-σοβιετική επιχείρηση διάσπασης όταν ο Πρόεδρος του CPC Mao Zedong συναντήθηκε με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Richard Nixon στις 21 Φεβρουαρίου του 1972. Εκείνη την εποχή, η συμμαχία Σοβιετικής Ένωσης-ΛΔΚ ήταν εύκολη, δεν ήταν όμως ποτέ εύκολη υπόθεση. Πράγματι, το modus vivendi της Ρωσικής Ομοσπονδίας με τη ΛΔΚ ως το 2020 – είναι δύσκολο να την ονομάσουμε συμμαχία – ήταν γεμάτη με τόση πολλή αμοιβαία καχυποψία όσο και η Σινο-σοβιετική σχέση στον Ψυχρό Πόλεμο.

Τώρα πλέον, το Πεκίνο έχει αρχίσει να εφαρμόζει αυτή τη μέθοδο διάσπασης εναντίον της ίδιας της Δύσης.

Όμως, όσο βασική κι αν είναι αυτή η διαδικασία στη στρατηγική της ΛΔΚ – ή πιο συγκεκριμένα στη στρατηγική του CPC η οποία αποσκοπεί εξίσου στο να υποτάξει τον κινεζικό λαό όσο και τις ξένες κοινωνίες – αποτελεί μόνο έναν παράγοντα που θα επέτρεπε στη ΛΔΚ, η οποία οικονομικά βρίσκεται σε παρακμή και στρατιωτικά δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ πόσο μάλλον το πρώην κλειστό δυτικό γκρουπ συμμαχιών, να έχει μια ευκαιρία στρατηγικής επιτυχίας.

Επιπλέον, δεν πρέπει να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι μόνο το CPC βρέθηκε σε «πολεμική ετοιμότητα» και είδε τη νέα σύγκρουση ως έναν άμορφο «ολοκληρωτικό πόλεμο»: έναν ολοκληρωτικό πόλεμο που πήρε εντελώς καινούριες διαστάσεις από την έννοια του «ολοκληρωτικού πολέμου» του 20ου αιώνα. Ο Πρόεδρος Donald Trump άρχισε να απομακρύνει τις ΗΠΑ από την παθητική αποδοχή του στρατηγικού επεκτατισμού της ΛΔΚ – ο οποίος βρισκόταν σε εξέλιξη τουλάχιστον για δύο δεκαετίες – το 2017 και στη συνέχεια άρχισε να ασχολείται με αμυντικές, στρατηγικές και οικονομικές πολιτικές στα τέλη του 2019.

Ο Trump γνώριζε ότι η ΛΔΚ βρισκόταν σε πόλεμο με τις ΗΠΑ από τη στιγμή που η κυβέρνησή του ανέλαβε τα καθήκοντά της τον Ιανουάριο του 2017. Ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Shinzo Abe επίσης γνώριζε ήδη για τον πόλεμο και προετοίμαζε την Ιαπωνία για το γεγονός αυτό.

Η αναστάτωση που προκλήθηκε εξαιτίας του COVID-19 σήμαινε ότι, μέχρι τις αρχές του 2020, οι πρωθυπουργοί της Αυστραλίας και της Βρετανίας συνειδητοποιούσαν επίσης σταδιακά την πραγματικότητα του να αναγκαστούν και οι ίδιοι να βρεθούν σε πολεμική ετοιμότητα. Το σημαντικό είναι ο βαθμός στον οποίο η κοινή γνώμη γενικά στην Αφρική και στην Αυστραλία, τη Νοτιοανατολική Ασία, τις ΗΠΑ, σε τμήματα της Ευρώπης και ούτω καθεξής, κινήθηκε ενάντια στη ΛΔΚ ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το Πεκίνο αντιμετώπισε την κρίση.

Το CPC – ή τουλάχιστον ο Πρόεδρος Xi Jinping – δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται. Σε κάποιο σημείο οι  μάσκες έπεσαν. Για παράδειγμα, έχει αρχίσει να εκμεταλλεύεται το πλεονέκτημα που δίνει η κάλυψη της κρίσης με σκοπό να εντείνει τις ενέργειες ενάντια στα επαναστατικά στοιχεία της αυτόνομης περιοχής του Χονγκ Κονγκ, και να μετακινεί το μοναδικό λειτουργικό αεροπλανοφόρο του, το Liaoning, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας για να τονίσει την εικόνα ότι οι ένοπλες δυνάμεις του δεν έχουν περιοριστεί από την κρίση του COVID-19 με τον ίδιο τρόπο που συνέβη με τον πολεμικό στόλο των ΗΠΑ και της Γαλλίας.

Ωστόσο, πουθενά η έκταση του πολέμου – μάλλον το είδος του πολέμου – δεν συζητήθηκε ούτε κατανοήθηκε. Πρόκειται για έναν παγκόσμιο ολοκληρωτικό πόλεμο, έναν πόλεμο στον οποίο έχουν επιστρατευτεί όλα τα στοιχεία της κοινωνίας – ουσιαστικά όλων των κοινωνιών. Έχω γράψει εκτενώς για αυτό το θέμα σε ένα νέο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες.

Δεν πρόκειται φυσικά για ένα απρόβλεπτο γεγονός – κάθε άλλο – αλλά τελικά για μια αποσαφήνιση του δυναμικού πλαισίου που εμφανίστηκε τον 21ο αιώνα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι αν και η στρατηγική του Xi είναι φιλόδοξη και καινοτόμος, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι σε θέση να κατανοήσει τις ΗΠΑ ή τον κόσμο γενικά, πόσο μάλλον ο κόσμος να κατανοήσει την προσωπική οπτική του Xi για την «Κίνα». Αναμφισβήτητα, η άποψη του Xi για την Κίνα και το πεπρωμένο της μοιάζει με τη μυθική άποψη που είχε ο Hitler για τη Γερμανία.

Τώρα όμως ο Xi έχει δεσμεύσει τη ΛΔΚ σε μια πορεία στρατηγικής δράσης. Αυτός είναι ο φυσικός παράγοντας. Έτσι, από άλλα κράτη ο σχεδιασμός μπορεί να ξεκινήσει από τον τρόπο αντιμετώπισης αυτής της δράσης της ΛΔΚ.

1. Πώς αναβιώνουν οι κοινωνίες

Η οικονομική, κοινωνική και στρατηγική ανάκαμψη σε κάθε κοινωνία που αντιμετωπίζει μεγάλη κρίση απαιτεί προσεγμένες προσεγγίσεις και αποφασιστικά βήματα προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια.

Αυτό είναι αδύνατο – και συνήθως μη επιθυμητό – υπό κανονικές συνθήκες. Ακόμη και σε μια κρίση είναι δύσκολο, εκτός κι αν οι κοινωνίες και η κυβέρνηση συμφωνήσουν ότι μπορούν να παρθούν έκτακτα μέτρα. Σε όλα αυτά πρέπει να γίνει κατανοητή η βασική έννοια, η οποία διαψεύδεται έντονα από τους κρατικιστές, ότι δηλαδή δεν είναι καθήκον των κυβερνήσεων να ελέγχουν τις κοινωνίες. Είναι δουλειά των κοινωνιών να ελέγχουν την κυβέρνηση.

Όμως, στο παρόν κλίμα με τον φόβο για το μέλλον να κυριαρχεί, το γεγονός ότι οι κοινωνίες φοβούνται επίσης την αλλαγή σημαίνει ότι:

(α) Η εμφάνιση της κανονικότητας και της εξέλιξης των θεσμών πρέπει να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, όπως επίσης είναι επιθυμητή και η αξιοποίηση και η αναβίωση των γνώριμων, εμβληματικών συμβόλων, οργάνων, γλώσσας και προσώπων.

(β) Η πραγματικότητα ότι η μαζική αλλαγή και η απειλή έχουν ήδη βλάψει την κοινωνία σημαίνει ότι η ουσιαστική, προγραμματισμένη, περαιτέρω υποκείμενη αλλαγή είναι πλέον δυνατή. Με άλλα λόγια, η αλλαγή έχει ήδη συμβεί: χρησιμοποιήστε τη για να «αναπλάσετε την πραγματικότητα πλησιέστερα στην επιθυμία της καρδιάς!», όπως έλεγε ο Omar Khayyám. Το βασικό ερώτημα είναι ποιά είναι ή ποια θα πρέπει να είναι αυτή η επιθυμία.

Στο πλαίσιο του 2020, αυτοί οι παράγοντες ισχύουν τόσο για τη ΛΔΚ όσο και για τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Ευρωπαϊκή Ένωση ή οποιαδήποτε άλλη χώρα. Ωστόσο, η διαφορά στην εφαρμογή της αναγκαιότητας να προσδιοριστεί με σαφήνεια το επιθυμητό αποτέλεσμα, έγκειται στους στόχους και την πορεία που κάθε κυβέρνηση θέλει να ακολουθήσει η κοινωνία της.

Κάθε μεγάλη σύγκρουση συνήθως επιτρέπει σε μια κυβέρνηση να αυξήσει την κυριαρχία της στην κοινωνία προκειμένου να καταπολεμήσει μια υπαρξιακή απειλή. Το πόσο στη συνέχεια αυτή η κυριαρχία θα χαλαρώσει μετά το πέρας της απειλής δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στην κατευθυνόμενη οικονομία – ουσιαστικά την εξ ορισμού σοσιαλιστική  αυταρχία – και την κλασσική δημοκρατία.

Το σημαντικό στην πρώιμη αντίδραση στην πανδημία φόβου που προκλήθηκε από την κρίση του COVID-19 είναι ότι πολλά κράτη της Δύσης άρχισαν στην πραγματικότητα να υιοθετούν μόνιμες αλλαγές που θα φέρουν τις κοινωνίες τους πιο κοντά σε μια κατευθυνόμενη κατάσταση που συνήθως συνδέεται με την κομμουνιστική ή τη σοσιαλιστική-φασιστική αυταρχία. Από αυτή την άποψη, ο συνάδελφός μου καθηγητής Yuri Maltsev, αναφέρει τον Friedrich Nietzsche: «Όποιος παλεύει με τέρατα, πρέπει να προσέξει να μην γίνει τέρας. Κι όταν κοιτάς πολλή ώρα μέσα σε μια άβυσσο, κοιτάει και η άβυσσος μέσα σε σένα».

Εκτός από τα μέτρα για μεγαλύτερο έλεγχο των οικονομιών, τα μέτρα για τις κοινωνίες που θα λειτουργούν χωρίς μετρητά, για την εφαρμογή τεχνολογικού ελέγχου των ατόμων (που, για παράδειγμα, θα επιτρέπει την πλήρη παρακολούθηση και υπακοή), η φύση των κοινωνιών αλλάζει εξ ορισμού.

Παρ’ όλα αυτά, μπορεί ο μεγαλύτερος έλεγχος μιας οικονομίας και η ελαχιστοποίηση της κοινωνικής ελευθερίας να οδηγήσει σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάκαμψης που φαινομενικά ήταν ο επιθυμητός στόχος της καταπολέμησης της άμεσης απειλής; Με άλλα λόγια, είναι η αυτοκτονία μια μακροπρόθεσμη λύση σε ένα βραχυπρόθεσμο πρόβλημα; Είναι επιτυχημένη μια επέμβαση που οδηγεί τελικά τον ασθενή στον θάνατο;

Η κρίση προσφέρει την ευκαιρία για πολλές ενέργειες.

Τα πράγματα – είτε θετικά είτε αρνητικά – μπορούν να επιτευχθούν μέσα σε ένα χάος, δεν θα μπορούσαν όμως ποτέ να επιτευχθούν σε συνθήκες ηρεμίας. Η άποψη των κρατικιστών συνήθως είναι ότι η αντίδραση σε μια κρίση είναι περισσότερο κυβερνητική. Αυτό φυσικά είναι αντίθετο με την ελεύθερη κυκλοφορία και σκέψη του ατόμου, και άρα ξένο στην επιχειρηματικότητα και την παραγωγικότητα.

Τα βασικά διδάγματα λοιπόν από την κρίση του 2020, η οποία έχει κάνει σχεδόν όλα τα μεγάλα έθνη να επιβαρυνθούν με μη βιώσιμα χρέη, θα πρέπει να περιλαμβάνουν τα παρακάτω:

(i) Απλοποίηση και άνοιγμα των κοινωνιών κι όχι θέσπιση νόμων και έλεγχος.

Κατάργηση των περιορισμών για τα οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα που δεν απαιτούν κρατική χρηματοδότηση.

Με άλλα λόγια, μείωση της έμφασης σε δραστηριότητες που απαιτούν κεφάλαια φορολογουμένων (που αυξάνουν το δημόσιο χρέος). Η δράση τους ούτε ενισχύει την παραγωγή εσόδων, ούτε επιτρέπει την αναζωογόνηση της παραγωγικότητας. Η επιχειρηματικότητα δημιουργεί απασχόληση και φορολογία και καλύπτει την αυτάρκεια σε εθνικό επίπεδο.

(ii) Εξάλειψη ή μείωση των κυρώσεων, των προσπαθειών και του κόστους τόσο για την έναρξη οικονομικών επιχειρήσεων όσο και για το κλείσιμό τους.

Αυτό σημαίνει ότι επιτρέπονται οι εταιρικές χρεοκοπίες. Αντέχουμε περισσότερο τις βραχυπρόθεσμες απώλειες παρά την απώλεια του μακροπρόθεσμου οικονομικού δυναμικού. Σε κάθε περίπτωση, οι κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους για να διαγράψουν, να διαψεύσουν ή να παραφουσκώσουν τις υποχρεώσεις τους.

Δεν φαίνεται κάπως υποκριτικό το να εμποδιστεί η αγορά να πάει μπροστά μετά την αποτυχία ή την κατάρρευση των εμπορικών επιχειρήσεων όταν οι κυβερνήσεις συνήθως κάνουν το ίδιο χωρίς συνέπειες και συχνά τυπώνοντας περισσότερο μη υποστηριζόμενο χρήμα; Έξαλλου πολλές εμπορικές επιχειρήσεις έχουν αποτύχει εξαιτίας της καταστολής της κανονικής δραστηριότητας της αγοράς που επέβαλαν οι κυβερνήσεις. Οι αποτελεσματικότεροι νόμοι περί πτώχευσης αποτελούν το κλειδί για την οικονομική δυναμική.

(iii) Ενθάρρυνση της αυτάρκειας μέσω πολιτικών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο που ευνοούν την τοπική παραγωγή αγαθών και εργαλείων στρατηγικού όφελους στερώντας το πλεονέκτημα αυτό από τον αντίπαλο. Αυτό απαιτεί πράγματι την εφαρμογή – επιλεκτικά, προσεκτικά και προσωρινά – απαγορεύσεων σε ορισμένα εισαγόμενα προϊόντα προκειμένου να διασφαλιστεί η εθνική βιωσιμότητα, ενώ συνεπάγεται η επιλεκτική χρήση δασμών. Περιλαμβάνει επίσης την άρνηση ορισμένων εξαγωγών σε αντιπάλους.

Στην περίπτωση περιορισμού της ΛΔΚ, οι ΗΠΑ και άλλα αντίπαλα κράτη που εξάγουν τρόφιμα θα αρνούνται την προμήθεια τροφίμων στη ΛΔΚ, δεδομένου ότι η έλλειψη τροφίμων και νερού αποτελεί ένα κρίσιμης σημασίας αδύναμο σημείο του Πεκίνου.

Είναι σαφές ότι η φιλοσοφία της «παγκοσμιοποίησης», η οποία αναπτύχθηκε προοδευτικά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έστρεψε το στρατηγικό εκκρεμές υπέρ των μεγάλων δυνάμεων που επιδίωκαν να κυριαρχήσουν στις αγορές για δικούς τους σκοπούς.

Στην πραγματικότητα, ήταν η ερμηνεία του «ελεύθερου εμπορίου» από τους υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης που έκανε πολλές οικονομίες να εξαρτώνται ολοκληρωτικά από μια ξένη δύναμη.

Αυτό, ιδιαίτερα τον 21ο αιώνα, ωφέλησε τη ΛΔΚ, η οποία μπόρεσε να χρησιμοποιήσει το «ελεύθερο εμπόριο» για την οικοδόμηση στρατηγικού ελέγχου άλλων κοινωνιών. Το Πεκίνο δεν είναι ιστορικά το μοναδικό κράτος που φωνάζει για το «ελεύθερο εμπόριο», το οποίο τελικά δεν είναι ελεύθερο για το κόμμα που από στρατηγικής άποψης αφήνεται να είναι εξαρτημένο. Η Βρετανία και οι ΗΠΑ το έχουν εφαρμόσει αυτό στο παρελθόν.

2. Επαναπροσδιορισμός Συμμαχιών

Οι συμφωνίες και οι συμμαχίες προορίζονται για την αντιμετώπιση άμεσων απειλών και στόχων. Δεν διαρκούν για πάντα – ούτε θα έπρεπε άλλωστε.

Tον 19o αιώνα, o Λόρδος Palmerston είπε το εξής: «Τα έθνη δεν έχουν μόνιμους φίλους ή συμμάχους, έχουν απλώς μόνιμα συμφέροντα». Οι συμμαχίες και οι συμφωνίες προορίζονται να αντιμετωπίσουν άμεσες απειλές και στόχους, και ο χρόνος συχνά είναι εις βάρος των στόχων.

Εκείνο που είναι σαφές σήμερα είναι ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 2020 δεν διαθέτει ένα βιώσιμο δίκτυο συμμαχιών. Αντιμετωπίζει κράτη όπως η Βόρεια Κορέα ως ένα απλό υποτελές κράτος, καθώς και άλλους εμπορικούς εταίρους σαν να έπρεπε να είναι υποτελή κράτη. Αυτό σημαίνει ότι η συμμόρφωσή τους με τη γραμμή του Πεκίνου πρέπει να γίνει αναγκαστικά.

Οι ΗΠΑ, εδώ και περισσότερα από 70 χρόνια, αντιμετωπίζουν επίσης τους συμμάχους τους σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ως περισσότερο ή λιγότερο υποτελή κράτη, με αποτέλεσμα οι συμμαχίες τους να μειώθουν σημαντικά λόγω της δυσαρέσκειας των νεώτερων συμμαχικών εταίρων. Αυτοί οι εταίροι ενδέχεται να επιστρέψουν στη συμμαχία με τις ΗΠΑ μόνο λόγω του φόβου τους απέναντι στη ΛΔΚ και, σε κάποιο βαθμό, στη Ρωσία.

Μεταξύ άλλων, συνέβησαν τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα τα ακόλουθα:

(α) Ο αρχικός σκοπός της Βόρειας Ατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) χάθηκε, και παρ’ όλα αυτά η συμμαχία εξελίχθηκε γραφειοκρατικά σε ένα από τα πιο αποτελεσματικά στρατηγικά εργαλεία.

(β) Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δημιούργησε ένα περιβάλλον διακυβέρνησης και ελέγχου της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, το οποίο ανέστειλε την ανάπτυξη, την ελευθερία και την ασφάλεια των περισσότερων μελών αυτής της ένωσης.

(γ) Τα Ηνωμένα Έθνη από έναν χώρο μετριασμού των διαφορών μετατράπηκε σε έναν χώρο που τις επιδείνωσε.

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ΕΕ με πολλούς τρόπους επικαλύπτει γεωπολιτικά την ένταξη στο ΝΑΤΟ (προφανώς αποκλείοντας τον Καναδά και τις ΗΠΑ που βρίσκονται μεν στο ΝΑΤΟ αλλά όχι στην ΕΕ), είναι σαφές ότι το ΝΑΤΟ έχει τώρα έναν νέο ρόλο στην προστασία των φυσικών συνόρων της Ευρώπης. Το βασικό είναι ότι δεν έχει προετοιμαστεί για να ανταποκριθεί σε αυτόν τον καινούριο ρόλο.

Κι αυτός ο ρόλος δεν είναι ιδιαίτερα ενάντια σε μια άμεση απειλή στρατιωτικής εισβολής από τη Ρωσία, αλλά πολύ συγκεκριμένα ενάντια στην αντίσταση μιας πολύπλευρης στρατηγικής φυσικής εισβολής από την Τουρκία ή μιας εισβολής που υποκινείται από την Τουρκία.

Για παράδειγμα, πόσο έχει ανασταλεί στρατηγικά η Ευρώπη από την αδυναμία της να αντισταθεί στον πληθυσμιακό πόλεμο που χρηματοδοτείται ή υποστηρίζεται από την Τουρκία, και ο οποίος έχει αποδυναμώσει τις οικονομίες και τα κοινωνικά πλαίσια των ευρωπαϊκών κρατών την τελευταία δεκαετία; Η Τουρκία ουσιαστικά προσπάθησε να επεκτείνει και να επιταχύνει αυτόν τον πληθυσμιακό-πολιτικό πόλεμο προς τα δυτικά από την αρχή της κρίσης του 2020. Επιπλέον, αυτό δεν περιορίστηκε απλώς από το πέρασμα προσφύγων από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, αλλά από την «εμπορευματοποίηση» προσφύγων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις οικονομικές δοκιμασίες και την έλλειψη ασφάλειας στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Ερυθραία και την υποσαχάρια Αφρική.

Αυτό που συνέβη είναι ότι το ΝΑΤΟ παραμένει μια βιώσιμη και αποτελεσματική στρατιωτική συμμαχία για την προστασία των δυτικών συμφερόντων, ενώ η ΕΕ δεν το κατάφερε αυτό. Το ΝΑΤΟ, σε μια προσπάθεια να επαναπροσδιοριστεί με την κατάρρευση της αρχικής απειλής, τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, επιδίωξε μια αποστολή «εκτός περιοχής», κι έτσι ενεπλάκη στον πόλεμο στο Αφγανιστάν τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Δεν έγιναν όμως σκέψεις για έναν ευρύτερο επαναπροσδιορισμό της Συμμαχίας ώστε να συμπεριληφθούν οι Ινδο-Ειρηνικοί εταίροι.

Έχει πάντως τη δυνατότητα να διευρυνθεί και να μετονομαστεί, ώστε να συμπεριλάβει τη Συμμαχία ANZUS (Αυστραλία-Νέα Ζηλανδία-ΗΠΑ), την Αμερικανο-Ιαπωνική Συνθήκη Ασφάλειας και ούτω καθεξής και να αναλάβει έναν νέο σκοπό παρόμοιο με τη Συμμαχία του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου ενάντια στο ναζιστικό-φασιστικό-Ιαπωνικό μπλοκ. Ομοίως, το σύµφωνο UKUSA – που συνήθως αναφέρεται ως Συμμαχία ανταλλαγής πληροφοριών «Five-Eyes» μεταξύ των ΗΠΑ, της Βρετανίας, του Καναδά, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας – έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί εκ νέου με στρατηγικούς στόχους.

Είναι σαφές ότι οι συμμαχίες και οι συνθήκες χρειάζονται ρήτρες λήξης ισχύος: ημερομηνίες κατά τις οποίες είτε έχουν πάψει να ισχύουν είτε πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθούν. Οι διάφορες συνθήκες περιορισμού των όπλων είτε έχουν λήξει όλες μέσω αμοιβαίας έλλειψης ενδιαφέροντος, είτε έχουν πάρει συνεχιζόμενη και δυναμική παράταση. Ή ίσως έχουν γίνει εργαλεία από τη μία πλευρά που θέλει να καταστείλει την άλλη.

Οι διαδοχικές συνθήκες για τον περιορισμό κατασκευής θωρηκτών από το Πολεμικό Ναυτικό κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα ήταν μια κλασσική περίπτωση για το πώς οι συνθήκες προσπεράστηκαν είτε από τις τεχνολογικές αλλαγές είτε από την αλλαγή των στρατηγικών στόχων των μεγάλων δυνάμεων. Σε αυτές περιλαμβάνονταν η Ναυτική Συνθήκη της Ουάσιγκτον το 1922, η Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου το 1930 και η Δεύτερη Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου το 1936 (εκείνη την περίοδο η διαδικασία ήταν σχεδόν άνευ σημασίας).

Οι συνθήκες και οι συμμαχίες έχουν σκοπό να δώσουν στις πλευρές που τις υπέγραψαν λίγο περισσότερο ελεύθερο χώρο και τίποτα παραπάνω. Το μόνο σταθερό σε αυτές είναι τα «μόνιμα συμφέροντα». Και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του «μόνιμου».

Και πάλι, όπως διατυπώσαμε στο Σημείο 1 παραπάνω, το διάστημα ακυβερνησίας που μεσολάβησε εξαιτίας του COVID-19 ήταν η ιδανική στιγμή για την επανεξέταση των εθνικών στόχων και τον επαναπροσδιορισμό των μέσων επίτευξής τους σε έναν κόσμο στον οποίο το στρατηγικό πλαίσιο – το έδαφος – είχε διευκρινιστεί με καινούριους τρόπους.

Στο Σημείο 4 θα συζητήσουμε την ανάγκη να εξετάσουμε τις συμμαχίες στο πλαίσιο των προτύπων του εμπορίου και της επιβίωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΣΧΟΛΊΟΥ
Τα σχόλια στό 07magazine men'sblogspot υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων είναι (αστική και ποινική) και βαρύνει τους σχολιαστές.