Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Τράπεζα Κύπρου: To μεγάλο Κόλπο (The Bank Job) στην Ελλάδα

Ποιος κυβερνά τη χώρα; Η κυβέρνηση, 
είναι η πρώτη απάντηση. Κατά κάποιον τρόπο κυβερνά η κυβέρνηση. Οι εθνικοί εργολάβοι είναι μια άλλη απάντηση. Από μια σκοπιά ελέγχουν οι εργολάβοι. 

Τα media είναι μια άλλη απάντηση. Είναι μια προσέγγιση και αυτή, για τον ρόλο των εκδοτών. Ολους αυτούς, βεβαίως, τους κυβερνά το χρήμα, άρα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όλους αυτούς τους κυβερνούν οι τράπεζες.
Ποιος θα τα βάλει με τις τράπεζες; Ποιος θα ορθώσει ανάστημα απέναντι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα; Προφανώς κάποιος που δεν έχει συναίσθηση ή κάποιος που δεν έχει τίποτα να χάσει. Κάποιοι ελλαδίτες καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου δεν έχουν να χάσουν τίποτα. Τα χρήματά τους χάθηκαν μέσα σε μια νύχτα. Ας μην αρχίσει κανείς τις κακιούλες επιπέδου «ας πρόσεχαν» και «από απληστία τα έχασαν».
Η ιστορία αρχίζει το 2011, όταν οι υπάλληλοι της Tράπεζας Κύπρου άρχισαν να τηλεφωνούν σε καταθέτες και να προτείνουν ένα νέο καταπληκτικό προϊόν, εντελώς εγγυημένο, μια μεγάλη ευκαιρία.

Προσέγγισαν 4.000 άτομα και τα έπεισαν να σπάσουν τις προθεσμιακές καταθέσεις για να τις κάνουν Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ). Είναι παραπλήσια της προθεσμιακής κατάθεσης, είπαν, πενταετούς διάρκειας με σταθερό επιτόκιο 6,5%, με καταβολή του τόκου στο εξάμηνο. Εν ολίγοις παρουσίασαν ένα λιμπιστικό προϊόν.

Να καταγραφεί µια ένσταση. Αφού δεν ήξεραν, γιατί δεν ρώταγαν; Ρώτησαν και, ως απάντηση, οι υπάλληλοι έδειξαν έναν τόμο, 200 σελίδων, πιο δύσκολο από τον «Οδυσσέα» του Τζόις, καθώς ήταν γεμάτος ακατανόητους οικονομικούς όρους. «Δείτε το, αλλά δεν μπορείτε να το πάρετε μαζί σας». Κι άλλη ένσταση. Γιατί δεν αντιστάθηκαν στην πρόκληση; Εδώ δεν μπορούμε να ηθικολογήσουμε, αλλά μπορούμε να μιλήσουμε για την εμπιστοσύνη που προϋποθέτουν ορισμένες σχέσεις. Δείχνουμε εμπιστοσύνη στον γιατρό όταν λέει ότι χρειαζόμαστε χειρουργείο. Δεν έχουμε τη γνώση για αντίλογο. Κάπως έτσι είναι και η σχέση με την τράπεζα.
Η ιστορία συνεχίζεται. Αυτό που ουσιαστικά υπέγραψαν οι 4.000 καταθέτες είναι ότι η τράπεζα έχει το δικαίωμα να αναστείλει ή να παύσει μονομερώς την καταβολή τόκων. Υπέγραψαν επίσης ότι η Τράπεζα Κύπρου μπορεί μονομερώς να μετατρέψει τα ΜΑΕΚ σε μετοχές Δ’ Τάξης, χωρίς καμία εξασφάλιση για τους κατόχους τους.

Παρένθεση: Πόσοι από εμάς γνωρίζουμε τι πάει να πει «μετοχή Δ’ Τάξης»; Οι εξαπατηθέντες σίγουρα δεν ήξεραν. Η μετατροπή πρακτικά οδήγησε σε απώλεια του 99% των καταθέσεών τους.
Στο ερώτημα «Γιατί δεν κάνουν κάτι;» η απάντηση είναι ότι ορισμένοι κινήθηκαν δικαστικά, ελάχιστοι δικαιώθηκαν. Τώρα υπάρχει μια κινητοποίηση, καθώς εξετάζονται προθεσμίες που εξαρτώνται από δικανικές λεπτομέρειες σχετικά με το χρονικό περιθώριο των καταθετών να αντιδράσουν.

Ενα κάλεσμα για το απόγευμα της 13ης Απριλίου, στο roof garden της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης, θα δώσει την ευκαιρία ενημέρωσης. Ομιλητές δύο δικηγόροι, ο ΜΑΕΚ και ο Εμμανουήλ Γκύζης. Το ερώτημα, βεβαίως, δεν είναι η τύχη των ανθρώπων που έχασαν τα χρήματά τους, αλλά το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασε η τράπεζα. Αυτό το πλαίσιο είναι ξεκάθαρα πολιτικό.

Στις ενστάσεις σε μια τέτοια πρωτοβουλία υπερισχύει το ζήτημα της ατομικής ευθύνης. Πλην όμως οι καταθέτες δεν είχαν ανταποκριθεί σε πρόταση τοκογλύφου ή παραμάγαζου.

Οι τράπεζες ελέγχουν τα πάντα, αφού διαχειρίζονται το χρήμα, όμως υπάρχει και άλλη παράμετρος: ελέγχονται. Λειτουργούν θεσμικά και όχι ασύδοτα. Ακόμη κι αν ο πελάτης τους είναι αναλφάβητος και στη θέση του ονόματος υπογράφει με σταυρό, οφείλουν να ενημερώσουν για το ρίσκο.

Ορισμένοι θέλουν να παίξουν με την τύχη τους. Ορισμένοι θα έχαναν ευχαρίστως τις καταθέσεις τους στο μπαρμπούτι. Θα πρέπει, όμως, να ξέρουν σε κάθε περίπτωση εάν αυτό που επιλέγουν είναι η ασφάλεια του νοικοκύρη ή το παιχνίδι του τζογαδόρου.

* της Λωρης Κέζα . Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΣΧΟΛΊΟΥ
Τα σχόλια στό 07magazine men'sblogspot υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων είναι (αστική και ποινική) και βαρύνει τους σχολιαστές.