Τι κάνει τον κόσμο να σχηματίζει ουρές έξω από τη χαλβαδοποιία Κοσμίδη - Γαβρίλη στη Δραπετσώνα; Για πολλούς, σε αυτό το μικρό εργαστήρι, ένα προσφυγικό δωμάτιο 3 x 10 μέτρα, φτιάχνεται ο ‘καλύτερος χαλβάς του κόσμου’.
Το WE βρέθηκε εκεί το μεσημέρι της Παρασκευής και σας παρουσιάζει την 90χρονη ιστορία και τα μυστικά του Χαλβά Δραπετσώνας
Μεσημέρι Παρασκευής στην οδό Αγίου Δημητρίου στη Δραπετσώνα κόσμος περιμένει υπομονετικά έξω από το κατάστημα Κοσμίδη - Γαβρίλη προκειμένου να προμηθευτεί τον ξακουστό χαλβά για το σαρακοστιανό τραπέζι.
Το παραδοσιακό χειροποίητο έδεσμα, ζυμώνεται λίγα μέτρα πιο πέρα, συσκευάζεται ζεστό και δεν προλαβαίνει να κρυώσει μέχρι να φτάσει στα χέρια του πελάτη.
Η μικρή χαλβαδοποιία που δημιουργήθηκε από τον Μικρασιάτη Κώστα Μεζαρντάσογλου το 1924 παραμένει στο ίδιο σημείο 92 χρόνια μετά. Ένα δωμάτιο 10 x 3 μέτρα, από εκείνα που έδινε τότε το κράτος με κλήρωση στους πρόσφυγες, είναι το εργαστήριο.
Με τέτοια ζήτηση, αναρωτιέσαι γιατί οι ιδιοκτήτες δεν μετακομίζουν σε ένα μεγαλύτερο. «Αυτό είναι ένα ιστορικό σημείο, είναι η ρίζα μας, όλοι εδώ μας ξέρουν. Νιώθω ότι είναι Μικρά Ασία να φύγει ο χαλβάς από εδώ, είναι ξεριζωμός», μου λέει ο ιδιοκτήτης Νίκος Γαβρίλης.
Ο κύριος Νίκος, πρώην ναυπηγός με ρίζες από τη Μικρά Ασία, ξεκίνησε να ασχολείται με το χαλβά εντελώς συγκυριακά.
«Το 1980 που μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ναυπηγική άρχισε να ρημάζει. Όντας μέσα στο επάγγελμα, είδα ότι δεν πάμε καλά και ότι σύντομα θα είμαστε χωρίς δουλειά, γι’ αυτό ξεκίνησα να ψάχνομαι. Ο μπατζανάκης μου συνεργαζόταν με τον Μεζαρντάσογλου, γνωριστήκαμε οικογενειακά, και όταν συνταξιοδοτήθηκε το 1986, μας έδωσε το μαγαζί. Τότε βέβαια αυτό το μαγαζί δεν έβγαζε μεροκάματο. Να φανταστείτε έπαιρνα το 1/3 από το μισθό που έπαιρνα ως ναυπηγός. Σιγά σιγά, με αγώνα και με πολύ προσπάθεια, άλλαξαν τα πράγματα. Αγαπήσαμε τον χαλβά και μας αγάπησε».
Όσο συζητάμε ο κόσμος δεν σταματά να μπαίνει στο κατάστημα. Άνθρωποι κάθε ηλικίας. Ένας υπάλληλος διευκολύνει τη ροή, στέλνει τους πελάτες και στο δεύτερο ταμείο που τοποθέτησαν αναγκαστικά -καθώς το ένα δεν αρκούσε- και δίνει προτεραιότητα στους ηλικιωμένους. Οι περισσότεροι ζητάνε κλασικές γεύσεις, σκέτο, με κακάο ή με αμύγδαλο. Ο κύριος Νίκος επιβεβαιώνει ότι αυτές οι γεύσεις έχουν την μεγαλύτερη κατανάλωση. « Βέβαια αυτή η κατανάλωση προέρχεται από τους μεγαλύτερους σε ηλικία, οι νέοι καταναλώνουν γκράνμπερι, σοκολάτα –μπισκότο… φτιάξαμε γεύσεις και για τη νέα γενιά! Έχουμε και χαλβά με μαύρη ζάχαρη και με ταχίνι ολικής γι’ αυτούς που ψάχνονται πιο υγιεινά».
Τον ρωτάω πώς έγινε ξακουστός ο Χαλβάς Δραπετσώνας, ποιο είναι το μυστικό.
«Με πολύ δουλειά, πολύ προσπάθεια και σεβασμό στον πελάτη και το προϊόν. Αυτό είναι το μυστικό».
«Ναι, αλλά ποιο είναι το μυστικό στη γεύση;» (επιμένω).
«Στο χαλβά δεν υπάρχουν μυστικά, ούτε καν συνταγή. Ένα πράγμα που έχει μόνο δύο συστατικά, ταχίνι και ζάχαρη, τι συνταγή να έχει; Όλη η ιστορία είναι ο τρόπος που θα τον φτιάξεις, πρέπει να γνωρίζεις την τεχνική και φυσικά να αγοράσεις καλές πρώτες ύλες, να τον διατηρήσεις σωστά, να του συμπεριφερθείς σωστά. Δυστυχώς, στις μέρες μας δεν υπάρχουν τεχνίτες, εμείς όμως εξακολουθούμε να τον ζυμώνουμε στο χέρι. Τα παιδιά που δουλεύουν στο εργαστήριο έχουν μάθει δίπλα μου. Έχω ζυμώσει χιλιάδες τόνους. Μέχρι πρόπερσι τελείωνα όλους τους χαλβάδες, όμως έπαθα αποκόλληση στον υπερακάνθιο στο χέρι από το ζύμωμα. Ξέρεις, αυτή είναι η πιο δύσκολη διαδικασία, είναι πολύ σκληρή δουλειά, δεν μπορείς να φανταστείς, με μεγάλα βάρη και μεγάλες θερμοκρασίες».
Το ζύμωμα είναι ιδιαίτερα δύσκολο επειδή η θερμοκρασία του μείγματος είναι γύρω στους ογδόντα βαθμούς, πολύ δύσκολο να την αντέξει κανείς και χρειάζονται επιδέξιοι χειρισμοί και μεγάλη υπομονή για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην ποιότητα του χαλβά. Τα υπόλοιπα είδη, το αμύγδαλο, η σοκολάτα, το κακάο κ.ο.κ. προστίθενται σταδιακά και ζυμώνονται μαζί με τον χαλβά για να πάνε παντού.
«Αν την αφήσεις την καραμέλα να κρυώσει θα γίνει βράχος. Εμείς τι κάνουμε; Αναμιγνύουμε ένα υγρό, το ταχίνι δηλαδή, με ένα στερεό, την καραμέλα, και ο συσχετισμός κάνει το αφράτο. Εκεί είναι η τεχνική, να τον ισορροπήσεις, να γίνει αφράτος, να μην είναι ούτε ντουβάρι ούτε ζελές. Γι’ αυτό το κάνουμε με το χέρι, η μηχανή δεν τα καταλαβαίνει αυτά. Δεν υπάρχει στάνταρτ αναλογία, ακόμα και η υγρασία του περιβάλλοντος παίζει ρόλο. Οπότε το βλέπεις με το μάτι, προσθέτεις ταχίνι, ανακατεύεις, ζυμώνεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΣΧΟΛΊΟΥ
Τα σχόλια στό 07magazine men'sblogspot υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων είναι (αστική και ποινική) και βαρύνει τους σχολιαστές.