Δύο χιλιάδες επτακόσιες θέσεις εργασίας και αύξηση στο ΑΕΠ της τάξης του 2,66% προβλέπει η μελέτη του Κρις Οικονομίδη
για την ανάπτυξη οπτικοακουστικής βιομηχανίας, η οποία παραμένει εδώ και τέσσερα χρόνια στα συρτάρια όλων των κομμάτων
Έτοιμη και ανεκμετάλλευτη παραμένει συγκεκριμένη μελέτη για την ανάπτυξη οπτικοακουστικής βιομηχανίας στη χώρα “των τεσσάρων εποχών”. Τη μελέτη πραγματοποίησε ο Κρις Οικονομίδης, ιδρυτικό στέλεχος και μέλος του δ.σ. της LTV, ιδρυτής της συνδρομητικής τηλεόρασης στην Ελλάδα με τη δημιουργία της Filmnet, Supersport και ΝΟVA και σύμβουλος στον οπτικοακουστικό τομέα τα τελευταία 25 χρόνια. Ο Κρις Οικονομίδης μιλά στο “Π” για τη μελέτη και εξηγεί γιατί εξακολουθεί να είναι δυνατή η ανάπτυξη μιας τέτοιας βιομηχανίας στην Κύπρο.
Το ιστορικό
Το 2006, ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος προσέγγισε τον Όμιλο LTV για να του εισηγηθεί τρόπους ανάπτυξης οπτικοακουστικής βιομηχανίας στην Κύπρο. O Κρις Οικονομίδης, ιδρυτικό στέλεχος της LTV και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, ανέλαβε την ευθύνη να διεκπεραιώσει αμισθί μια μελέτη, αφού πίστεψε στη δημιουργία μιας τέτοιας βιομηχανίας.
Μετά από δύο χρόνια συνεχούς εργασίας, η μελέτη ολοκληρώθηκε από τον Κρις Οικονομίδη. Όμως, μετά τον θάνατο του Τάσσου Παπαδόπουλου. Έτσι ο ίδιος ανέλαβε να την προωθήσει σε όλα τα κόμματα και στα ενδιαφερόμενα υπουργεία: δηλαδή τα υπουργεία Οικονομικών, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Παιδείας και Πολιτισμού και στο Εργασίας. Το 2009 κατατέθηκε πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο και… αυτό ήταν. Η πρόταση έμεινε στα ράφια των υπουργείων και των “σύμφωνων”, όπως δήλωσαν τότε, κομμάτων.
“Αυτή η πρόταση είναι μια ευκαιρία για την Κύπρο”, τονίζει ο Κρις Οικονομίδης. “Αν υλοποιείτο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ίσως το σημερινό πλήγμα στην οικονομία μας να ήταν λιγότερο οδυνηρό, μιας και η μελέτη κατέδειξε 2.700 θέσεις εργασίας και μία μεσοσταθμική αύξηση στη 10ετία αναφορικά με το ΑΕΠ [Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν] κατά 2,66% υπεράνω του προβλεπόμενου. Τα δεδομένα της εν λόγω μελέτης είναι ακόμη εκεί, οι παράγοντες που μπορούν να την κάνουν να πετύχει εξακολουθούν να υφίστανται. Απομένει η βούληση, όπως πάντα”.
Ολιστική προσέγγιση
Όταν ζητήθηκε από τον Οικονομίδη να δώσει τις απόψεις του σχετικά με την ανάπτυξη της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, πήρε -πολύ- ζεστά το θέμα και έκανε ένα ολόκληρο επιχειρηματικό πλάνο. Προσεγγίζοντας ολιστικά το θέμα της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, προσδιόρισε έντεκα ξεχωριστούς πυλώνες ως αναγκαίες υποδομές για την επιτυχημένη έκβαση του εγχειρήματος: μεταξύ άλλων τη δημιουργία Κινηματογραφικής Σχολής, μεγάλου κέντρου [στούντιο] παραγωγής, του Ινστιτούτου Οπτικοακουστικών Μέσων, των Φορέων Πιστοποίησης, Χρηματοδότησης, Εγγυήσεων Παραγωγής, Διανομής, του Ινστιτούτου των Media, του Ψηφιακού Εργαστηρίου, της Αρχής Οπτικοακουστικών Μέσων και άλλων φορέων -ως θεσμικού πλαισίου- κάτω από τους οποίους θα μπορούσε να λειτουργεί η βιομηχανία και να διασφαλίζεται η αξιοπιστία της.
Οι μελέτες στηρίχθηκαν, όσον αφορά την κοστολόγηση, ακόμη και σε πρότυπα αρχιτεκτονικά σχέδια των έργων υποδομής, ενώ για όλα τα επιμέρους βήματα ο Οικονομίδης έκανε ξεχωριστές μελέτες βιωσιμότητας: έλαβε υπ’ όψη το κόστος κατασκευής κτηριακών εγκαταστάσεων και γης, καθώς και του εξειδικευμένου εξοπλισμού, το εργατικό κόστος, το κόστος προώθησής του και της λειτουργίας του γενικά, αλλά και τα πιθανά έσοδα με τις ανάλογες προσαυξήσεις σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, είναι εφικτό να μιλάμε για τη δημιουργία μιας διεθνούς κινηματογραφικής σχολής και να υπολογίζουμε στην τριετία 400 φοιτητές τον χρόνο, με επτά χιλιάδες ευρώ δίδακτρα ετησίως; Και γιατί να έρθει κάποιος σε μια καινούργια σχολή στην Κύπρο και να μην δίνει 15 χιλιάδες ευρώ ετησίως για τη φοίτησή του στο έμπειρο Λος Άντζελες;
Οι αριθμοί
“Όλη αυτή η φιλοσοφία έχει κόστος και για το κόστος έπρεπε μετά να γίνουν ισολογισμοί και προϋπολογισμοί. Έτσι, έκανα ένα επιχειρηματικό πλάνο για τον κάθε φορέα: πόσους υπαλλήλους χρειάζεται για να δουλέψει, τι έξοδα θα έχει σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και το τελευταίο τασάκι στο τραπέζι. Κατέληξα συσσωρευτικά στο ότι το μέγιστο χρηματοδοτικό βάθος αυτής της επένδυσης ότι ήταν περίπου 500 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους χρηματοδότησης, με ένα αναπτυξιακό ομόλογο με ωρίμανση τα 20 χρόνια και ετήσια απόδοση στον δανειστή 5,25% “.
Η μελέτη αποτέλεσε εργασία της τάξεως των 20 χιλιάδων σελίδων. Τους οικονομικούς της δείκτες και επιχειρηματικά σχέδια τα παρέδωσε, μάλιστα, ο Κρις Οικονομίδης σε ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο στην Κύπρο για την επιβεβαίωση των αριθμών, “αφού θα μπορούσε να γίνει κάποιο λάθος και να εκτεθούμε όλοι”, μας είπε χαρακτηριστικά. Η πρόταση τελικά συνοψίστηκε σε 120 σελίδες με πολλά διαγράμματα και περιλήψεις για να αποτελεί ένα ευχάριστο δίωρο διάβασμα από τον κάθε ενδιαφερόμενο.
“Οι άξονες και τα αποτελέσματα της μελέτης κατέδειξαν ότι αν δημιουργηθεί η οπτικοακουστική βιομηχανία, θα υπάρχει μια αύξηση στο ΑΕΠ της τάξης του 2,66%, υπεράνω του οποιουδήποτε ΑΕΠ που μπορεί να έχει η Κύπρος σαν δυναμική. Αυτός είναι ο μέσος όρος της δεκαετίας. Στα πρώτα χρόνια η μελέτη δείχνει πως το ΑΕΠ ανεβαίνει γύρω στο 7% κι αυτό γιατί θα επενδυθούν πολλά λεφτά για τις υποδομές. Ο συντελεστής του ΑΕΠ που αναφέρω υπολογίστηκε συντηρητικά με βάση τα πέντε τελευταία χρόνια της 10ετίας για να υπάρχει μια ασφάλεια και μάλιστα αυστηρά και άμεσα στον τομέα. Δηλαδή δεν παραμετροποιήθηκαν οι θετικές επιπτώσεις σε άλλους τομείς όπως στον τουρισμό, υπηρεσίες, διαχείριση και εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας κ.λπ.”.
Επιπλέον, δημιουργούνται περίπου 2.700 θέσεις εργασίας.
“Θεώρησα εξαιρετικά σημαντικά αυτά τα νούμερα. Στην Ελλάδα ένας οποιοσδήποτε πρωθυπουργός αξιοποιεί την πρόθεσή του να αναπτύξει 15.000 νέες θέσεις εργασίας σε προεκλογικές εκστρατείες, τονίζοντας τη σημασία αυτής του της υπόσχεσης. Εδώ μιλάμε για μια κατ’ αναλογίαν πληθυσμού σε προοπτική με σχέση την Ελλάδα, της τάξεως των 27.000 θέσεων”.
Και αυτοχρηματοδοτούμενη
Στο μεταξύ, ο Οικονομίδης είχε σκεφτεί και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε η βιομηχανία να καταστεί κάποια στιγμή βιώσιμη και να μην χρειάζεται την αρωγή του κράτους για να τη στηρίζει. Έπρεπε να βρεθεί μια μέθοδος αυτοχρηματοδότησης και ένας τρόπος να καταστεί η κυπριακή οπτικοακουστική βιομηχανία ελκυστική [και δη ελκυστικότερη από τις υφιστάμενες άλλων χωρών] για να έρχονται ξένοι παραγωγοί στη χώρα μας.
Κατέληξε σε ένα σχεδιασμό όπου προτείνει τα εξής: “Θα μπορεί π.χ. να έρθει ένας ξένος παραγωγός στην Κύπρο με προϋπολογισμούς της τάξης των 30 εκατ. ευρώ, όπου τα μισά χρήματα μπορεί άμεσα ή έμμεσα να καταβάλλει το κράτος: δηλαδή είτε με χρηματοδότηση ή με υπηρεσίες. Προϋπόθεση της κρατικής αρωγής θα είναι ότι η παραγωγή θα πρέπει να ξοδέψει το 75% του προϋπολογισμού της στην Κύπρο, έτσι ώστε να κρατηθούν τα λεφτά στη χώρα. Θα δικαιούται, δε, ο παραγωγός να ξοδέψει το υπόλοιπο 25% του προϋπολογισμού του για να φέρει -για παράδειγμα- μεγάλα ονόματα για συμμετοχή στην ταινία του/της. Επιπλέον, το κράτος θα συμμετέχει με τον παραγωγό στη διανομή, στα έσοδα δηλαδή της ταινίας κατά προτεραιότητα, για να μπορεί να πάρει πίσω τα λεφτά του και να συνεχίσει την αναχρηματοδότηση. Και θα πρέπει να υπάρχουν τέτοιες προδιαγραφές, ώστε να διασφαλίζεται πως όταν φτάσεις σε χρηματοδοτήσεις τέτοιου επιπέδου [30 εκατ. ευρώ], να υπάρχουν τα εχέγγυα ότι η ταινία μπορεί να πουλήσει. Ο παραγωγός θα πρέπει να φέρει προπωλήσεις, ότι δηλαδή κάποιες από τις μεγάλες αγορές -Αμερική, Αγγλία κ.λπ. – έχουν προαγοράσει τα δικαιώματα προβολής της ταινίας του. Επίσης στους κανονισμούς προσδιορίζονται και άλλες προϋποθέσεις ανάλογα με τον προϋπολογισμό του κάθε έργου, όπως το επίπεδο αναγνωρισιμότητας των ηθοποιών και άλλοι συντελεστές, καθώς και τεχνικές προδιαγραφές αναλόγως”.
Τοπική ανάπτυξη
Σε αυτό το θέμα ο Οικονομίδης είχε καταγράψει λεπτομερείς προδιαγραφές τυποποιημένων προϋποθέσεων-κανονισμών λειτουργίας. Σε αυτούς τους κανονισμούς έλαβε υπ’ όψη του και τους Κύπριους δημιουργούς, ούτως ώστε η προοπτική παραγωγής να είναι ανοικτή τόσο για τους εντός της Κύπρου δημιουργούς, όσο και για τους εκτός. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του σχεδίου δεν σχεδιάστηκε αποκλειστικά για την προσέλκυση ξένων, αλλά και την ανάπτυξη των ντόπιων δημιουργών στον τομέα, ούτως ώστε σε βάθος χρόνου να καταστούν εφάμιλλοι διεκδικητές και των μεγαλυτέρων χρηματοδοτήσεων.
Στα υπουργεία
Το 2008 ήταν σημαντική χρονιά για την εξέλιξη της πρότασης: ο Κρις Οικονομίδης την παρουσίασε στο υπουργείο Οικονομικών και στο Γραφείο Προγραμματισμού. Έγινε και μια ιδιαίτερη παρουσίαση ενώπιον του υφυπουργού παρά τω Προέδρω και άλλων αξιωματούχων των τεσσάρων συναρμόδιων υπουργείων και άλλων εκπροσώπων, φορέων και οργανισμών σχετικών με το θέμα. Όλοι δήλωσαν ενθουσιασμένοι.
Η μελέτη παραδόθηκε επίσης σε όλα τα κόμματα, συναρμόδια υπουργεία αλλά και στο ΚΕΒΕ με τον τότε πρόεδρο του Επιμελητηρίου Μάνθο Μαυρομμάτη.
Αφού όλοι ήταν θετικοί ως προς την υλοποίηση της μελέτης, δημιουργήθηκε μια μικρή, ευέλικτη επιτροπή με εκπροσώπους των τεσσάρων υπουργείων και του Γραφείου Προγραμματισμού, ώστε να κατατεθεί πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο μέχρι τον Ιανουάριο 2009. Όπως και έγινε, και μάλιστα με μειωμένο κόστος συμμετοχής του κράτους στα 50 εκατ. ευρώ, πλέον κρατικής γης που θα ενσωματωνόταν σαν κεφάλαιο στα ισοζύγια των φορέων, πλην όμως με τη διαφοροποίηση ότι οι φορείς που μπορούν να έχουν κέρδος, να ιδιωτικοποιηθούν με στόχο ακριβώς τη μείωση της συμμετοχής του κράτους.
Μέχρι σήμερα η προσπάθεια αυτή έμεινε ανενεργός.
Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε αυτή η προσπάθεια να αναβιώσει. Μήπως δεν χάθηκε η ευκαιρία;
Ο κ. Οικονομίδης μάς απάντησε σχετικά: “Επί της ουσίας, οι θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η μελέτη δεν έχουν αλλάξει. Η Κύπρος παραμένει μια ελκυστική χώρα με έντονα προσδιορισμένες εποχές, ηλιοφάνεια, τοπία. Η χώρα γειτνιάζει με ενδιαφέροντες πολιτισμούς, όπως Συρία, Λίβανο, Ισραήλ, Αίγυπτο, Τυνησία, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία. Έχει επίσης ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο και υποδομές στον τομέα των υπηρεσιών πολύ ικανοποιητικό. Εξακολουθεί να έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι δεν έχουν γίνει ακόμη μεγάλες παρεμβάσεις στον τομέα που ενδεχομένως ιστορικά να δημιουργούσαν κωλύματα στη δημιουργία μιας εγκάθετης οριζόντιας ολιστικής προσέγγισης. Στο εξωτερικό, το ενδιαφέρον στην οπτικοακουστική παραγωγή παραμένει σταθερά το ίδιο όπως και πριν περίπου 5 χρόνια, δηλαδή παγκόσμιος τζίρος γύρω στα 108 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ στην Ευρώπη μόνο, γύρω στα 22 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτόν τον πλούτο, ούτε ένα χιλιοστό δεν είδαμε ακόμη να προσελκύεται από την Κύπρο.
Φυσικά μια προσπάθεια αναβίωσης μιας τέτοιας μεγάλης παρέμβασης στην οικονομία της χώρας σήμερα δεν θα είναι το ίδιο εύκολη όπως πριν μερικά χρόνια, ιδιαιτέρως τώρα που η Κύπρος θα είναι δεσμευμένη κάτω από μνημονιακές συμβάσεις και υποχρεώσεις. Οι ενδεχόμενες απαιτήσεις για έγκριση τόσο σε αλλαγές φορολογικού, νομοθετικού και οικονομικού πλαισίου, όπως προϋποθέτει το υφιστάμενο σχέδιο ανάπτυξης, καθίστανται ακόμη πιο γραφειοκρατικές. Κάποιοι κανονισμοί ανταγωνιστικότητας στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον θα έχουν αλλάξει. Άρα εκείνο που απαιτείται τώρα είναι ακόμη περισσότερη σπουδή, πίστη και ενεργητικότητα ως προς αυτό”.
Θα μπορέσει η Κύπρος να υπερβάλει τον εαυτό της και να επανεξετάσει το σχέδιο αυτό μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο ευρωπαϊκής συνεργασίας ή, αν θέλετε, υποχρεώσεων που δημιουργούνται; Ο κ. Οικονομίδης απαντά:
“Αυτό νομίζω είναι και το κομβικό σημείο στην ερώτησή σας. Αν κρίνω τι έχει γίνει μέχρι τώρα, αυτή η προοπτική φαντάζει ακόμη πιο δύσκολη. Όμως, είναι θέμα πίστης στο όραμα και θέλησης όπως και τότε, αν η πολιτική ηγεσία μέσα στη σοφία της απαιτήσει να γίνει κάτι, τότε θα γίνει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις παρεμβάσεις που έγιναν στο να καταστεί η Κύπρος τουριστικός προορισμός στις αρχές του ’70. Ακολούθως τις παρεμβάσεις που έγιναν επί προεδρίας Γ. Βασιλείου στις αρχές του ’90 για να καταστεί η Κύπρος ένας προορισμός υπηρεσιών και την εισδοχή των εξωχώριων εταιρειών στη χώρα. Αυτά δεν μας οδήγησαν μπροστά και στην ανάπτυξη; Δεν θα μπορούσε και η Κύπρος τώρα να καθιερωθεί και σαν προορισμός παραγωγής στα οπτικοακουστικά; Η χώρα έχει δείξει παρόμοια δείγματα γραφής σε πρωτοβουλίες και οράματα. Τέλος, αξίζει να σας αναφέρω ότι όταν ενσωμάτωσα τα αποτελέσματα της μακροοικονομικής μελέτης του τομέα σε όλο το Εθνικό προϊόν της Κύπρου, ο τομέας της οπτικοακουστικής κατέληγε να είναι ο 10ος μεγαλύτερος, λίγο πιο κάτω από τον τουριστικό και τον εκπαιδευτικό τομέα. Φαντάζεστε λοιπόν το μέγεθος της αλλαγής και επιρροής στη χώρα!”.
για την ανάπτυξη οπτικοακουστικής βιομηχανίας, η οποία παραμένει εδώ και τέσσερα χρόνια στα συρτάρια όλων των κομμάτων
Κρις Οικονομίδης |
Το ιστορικό
Το 2006, ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος προσέγγισε τον Όμιλο LTV για να του εισηγηθεί τρόπους ανάπτυξης οπτικοακουστικής βιομηχανίας στην Κύπρο. O Κρις Οικονομίδης, ιδρυτικό στέλεχος της LTV και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, ανέλαβε την ευθύνη να διεκπεραιώσει αμισθί μια μελέτη, αφού πίστεψε στη δημιουργία μιας τέτοιας βιομηχανίας.
Μετά από δύο χρόνια συνεχούς εργασίας, η μελέτη ολοκληρώθηκε από τον Κρις Οικονομίδη. Όμως, μετά τον θάνατο του Τάσσου Παπαδόπουλου. Έτσι ο ίδιος ανέλαβε να την προωθήσει σε όλα τα κόμματα και στα ενδιαφερόμενα υπουργεία: δηλαδή τα υπουργεία Οικονομικών, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Παιδείας και Πολιτισμού και στο Εργασίας. Το 2009 κατατέθηκε πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο και… αυτό ήταν. Η πρόταση έμεινε στα ράφια των υπουργείων και των “σύμφωνων”, όπως δήλωσαν τότε, κομμάτων.
“Αυτή η πρόταση είναι μια ευκαιρία για την Κύπρο”, τονίζει ο Κρις Οικονομίδης. “Αν υλοποιείτο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ίσως το σημερινό πλήγμα στην οικονομία μας να ήταν λιγότερο οδυνηρό, μιας και η μελέτη κατέδειξε 2.700 θέσεις εργασίας και μία μεσοσταθμική αύξηση στη 10ετία αναφορικά με το ΑΕΠ [Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν] κατά 2,66% υπεράνω του προβλεπόμενου. Τα δεδομένα της εν λόγω μελέτης είναι ακόμη εκεί, οι παράγοντες που μπορούν να την κάνουν να πετύχει εξακολουθούν να υφίστανται. Απομένει η βούληση, όπως πάντα”.
Ολιστική προσέγγιση
Όταν ζητήθηκε από τον Οικονομίδη να δώσει τις απόψεις του σχετικά με την ανάπτυξη της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, πήρε -πολύ- ζεστά το θέμα και έκανε ένα ολόκληρο επιχειρηματικό πλάνο. Προσεγγίζοντας ολιστικά το θέμα της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, προσδιόρισε έντεκα ξεχωριστούς πυλώνες ως αναγκαίες υποδομές για την επιτυχημένη έκβαση του εγχειρήματος: μεταξύ άλλων τη δημιουργία Κινηματογραφικής Σχολής, μεγάλου κέντρου [στούντιο] παραγωγής, του Ινστιτούτου Οπτικοακουστικών Μέσων, των Φορέων Πιστοποίησης, Χρηματοδότησης, Εγγυήσεων Παραγωγής, Διανομής, του Ινστιτούτου των Media, του Ψηφιακού Εργαστηρίου, της Αρχής Οπτικοακουστικών Μέσων και άλλων φορέων -ως θεσμικού πλαισίου- κάτω από τους οποίους θα μπορούσε να λειτουργεί η βιομηχανία και να διασφαλίζεται η αξιοπιστία της.
Οι μελέτες στηρίχθηκαν, όσον αφορά την κοστολόγηση, ακόμη και σε πρότυπα αρχιτεκτονικά σχέδια των έργων υποδομής, ενώ για όλα τα επιμέρους βήματα ο Οικονομίδης έκανε ξεχωριστές μελέτες βιωσιμότητας: έλαβε υπ’ όψη το κόστος κατασκευής κτηριακών εγκαταστάσεων και γης, καθώς και του εξειδικευμένου εξοπλισμού, το εργατικό κόστος, το κόστος προώθησής του και της λειτουργίας του γενικά, αλλά και τα πιθανά έσοδα με τις ανάλογες προσαυξήσεις σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, είναι εφικτό να μιλάμε για τη δημιουργία μιας διεθνούς κινηματογραφικής σχολής και να υπολογίζουμε στην τριετία 400 φοιτητές τον χρόνο, με επτά χιλιάδες ευρώ δίδακτρα ετησίως; Και γιατί να έρθει κάποιος σε μια καινούργια σχολή στην Κύπρο και να μην δίνει 15 χιλιάδες ευρώ ετησίως για τη φοίτησή του στο έμπειρο Λος Άντζελες;
Οι αριθμοί
“Όλη αυτή η φιλοσοφία έχει κόστος και για το κόστος έπρεπε μετά να γίνουν ισολογισμοί και προϋπολογισμοί. Έτσι, έκανα ένα επιχειρηματικό πλάνο για τον κάθε φορέα: πόσους υπαλλήλους χρειάζεται για να δουλέψει, τι έξοδα θα έχει σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και το τελευταίο τασάκι στο τραπέζι. Κατέληξα συσσωρευτικά στο ότι το μέγιστο χρηματοδοτικό βάθος αυτής της επένδυσης ότι ήταν περίπου 500 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους χρηματοδότησης, με ένα αναπτυξιακό ομόλογο με ωρίμανση τα 20 χρόνια και ετήσια απόδοση στον δανειστή 5,25% “.
Η μελέτη αποτέλεσε εργασία της τάξεως των 20 χιλιάδων σελίδων. Τους οικονομικούς της δείκτες και επιχειρηματικά σχέδια τα παρέδωσε, μάλιστα, ο Κρις Οικονομίδης σε ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο στην Κύπρο για την επιβεβαίωση των αριθμών, “αφού θα μπορούσε να γίνει κάποιο λάθος και να εκτεθούμε όλοι”, μας είπε χαρακτηριστικά. Η πρόταση τελικά συνοψίστηκε σε 120 σελίδες με πολλά διαγράμματα και περιλήψεις για να αποτελεί ένα ευχάριστο δίωρο διάβασμα από τον κάθε ενδιαφερόμενο.
“Οι άξονες και τα αποτελέσματα της μελέτης κατέδειξαν ότι αν δημιουργηθεί η οπτικοακουστική βιομηχανία, θα υπάρχει μια αύξηση στο ΑΕΠ της τάξης του 2,66%, υπεράνω του οποιουδήποτε ΑΕΠ που μπορεί να έχει η Κύπρος σαν δυναμική. Αυτός είναι ο μέσος όρος της δεκαετίας. Στα πρώτα χρόνια η μελέτη δείχνει πως το ΑΕΠ ανεβαίνει γύρω στο 7% κι αυτό γιατί θα επενδυθούν πολλά λεφτά για τις υποδομές. Ο συντελεστής του ΑΕΠ που αναφέρω υπολογίστηκε συντηρητικά με βάση τα πέντε τελευταία χρόνια της 10ετίας για να υπάρχει μια ασφάλεια και μάλιστα αυστηρά και άμεσα στον τομέα. Δηλαδή δεν παραμετροποιήθηκαν οι θετικές επιπτώσεις σε άλλους τομείς όπως στον τουρισμό, υπηρεσίες, διαχείριση και εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας κ.λπ.”.
Επιπλέον, δημιουργούνται περίπου 2.700 θέσεις εργασίας.
“Θεώρησα εξαιρετικά σημαντικά αυτά τα νούμερα. Στην Ελλάδα ένας οποιοσδήποτε πρωθυπουργός αξιοποιεί την πρόθεσή του να αναπτύξει 15.000 νέες θέσεις εργασίας σε προεκλογικές εκστρατείες, τονίζοντας τη σημασία αυτής του της υπόσχεσης. Εδώ μιλάμε για μια κατ’ αναλογίαν πληθυσμού σε προοπτική με σχέση την Ελλάδα, της τάξεως των 27.000 θέσεων”.
Και αυτοχρηματοδοτούμενη
Στο μεταξύ, ο Οικονομίδης είχε σκεφτεί και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε η βιομηχανία να καταστεί κάποια στιγμή βιώσιμη και να μην χρειάζεται την αρωγή του κράτους για να τη στηρίζει. Έπρεπε να βρεθεί μια μέθοδος αυτοχρηματοδότησης και ένας τρόπος να καταστεί η κυπριακή οπτικοακουστική βιομηχανία ελκυστική [και δη ελκυστικότερη από τις υφιστάμενες άλλων χωρών] για να έρχονται ξένοι παραγωγοί στη χώρα μας.
Κατέληξε σε ένα σχεδιασμό όπου προτείνει τα εξής: “Θα μπορεί π.χ. να έρθει ένας ξένος παραγωγός στην Κύπρο με προϋπολογισμούς της τάξης των 30 εκατ. ευρώ, όπου τα μισά χρήματα μπορεί άμεσα ή έμμεσα να καταβάλλει το κράτος: δηλαδή είτε με χρηματοδότηση ή με υπηρεσίες. Προϋπόθεση της κρατικής αρωγής θα είναι ότι η παραγωγή θα πρέπει να ξοδέψει το 75% του προϋπολογισμού της στην Κύπρο, έτσι ώστε να κρατηθούν τα λεφτά στη χώρα. Θα δικαιούται, δε, ο παραγωγός να ξοδέψει το υπόλοιπο 25% του προϋπολογισμού του για να φέρει -για παράδειγμα- μεγάλα ονόματα για συμμετοχή στην ταινία του/της. Επιπλέον, το κράτος θα συμμετέχει με τον παραγωγό στη διανομή, στα έσοδα δηλαδή της ταινίας κατά προτεραιότητα, για να μπορεί να πάρει πίσω τα λεφτά του και να συνεχίσει την αναχρηματοδότηση. Και θα πρέπει να υπάρχουν τέτοιες προδιαγραφές, ώστε να διασφαλίζεται πως όταν φτάσεις σε χρηματοδοτήσεις τέτοιου επιπέδου [30 εκατ. ευρώ], να υπάρχουν τα εχέγγυα ότι η ταινία μπορεί να πουλήσει. Ο παραγωγός θα πρέπει να φέρει προπωλήσεις, ότι δηλαδή κάποιες από τις μεγάλες αγορές -Αμερική, Αγγλία κ.λπ. – έχουν προαγοράσει τα δικαιώματα προβολής της ταινίας του. Επίσης στους κανονισμούς προσδιορίζονται και άλλες προϋποθέσεις ανάλογα με τον προϋπολογισμό του κάθε έργου, όπως το επίπεδο αναγνωρισιμότητας των ηθοποιών και άλλοι συντελεστές, καθώς και τεχνικές προδιαγραφές αναλόγως”.
Τοπική ανάπτυξη
Σε αυτό το θέμα ο Οικονομίδης είχε καταγράψει λεπτομερείς προδιαγραφές τυποποιημένων προϋποθέσεων-κανονισμών λειτουργίας. Σε αυτούς τους κανονισμούς έλαβε υπ’ όψη του και τους Κύπριους δημιουργούς, ούτως ώστε η προοπτική παραγωγής να είναι ανοικτή τόσο για τους εντός της Κύπρου δημιουργούς, όσο και για τους εκτός. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του σχεδίου δεν σχεδιάστηκε αποκλειστικά για την προσέλκυση ξένων, αλλά και την ανάπτυξη των ντόπιων δημιουργών στον τομέα, ούτως ώστε σε βάθος χρόνου να καταστούν εφάμιλλοι διεκδικητές και των μεγαλυτέρων χρηματοδοτήσεων.
Στα υπουργεία
Το 2008 ήταν σημαντική χρονιά για την εξέλιξη της πρότασης: ο Κρις Οικονομίδης την παρουσίασε στο υπουργείο Οικονομικών και στο Γραφείο Προγραμματισμού. Έγινε και μια ιδιαίτερη παρουσίαση ενώπιον του υφυπουργού παρά τω Προέδρω και άλλων αξιωματούχων των τεσσάρων συναρμόδιων υπουργείων και άλλων εκπροσώπων, φορέων και οργανισμών σχετικών με το θέμα. Όλοι δήλωσαν ενθουσιασμένοι.
Η μελέτη παραδόθηκε επίσης σε όλα τα κόμματα, συναρμόδια υπουργεία αλλά και στο ΚΕΒΕ με τον τότε πρόεδρο του Επιμελητηρίου Μάνθο Μαυρομμάτη.
Αφού όλοι ήταν θετικοί ως προς την υλοποίηση της μελέτης, δημιουργήθηκε μια μικρή, ευέλικτη επιτροπή με εκπροσώπους των τεσσάρων υπουργείων και του Γραφείου Προγραμματισμού, ώστε να κατατεθεί πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο μέχρι τον Ιανουάριο 2009. Όπως και έγινε, και μάλιστα με μειωμένο κόστος συμμετοχής του κράτους στα 50 εκατ. ευρώ, πλέον κρατικής γης που θα ενσωματωνόταν σαν κεφάλαιο στα ισοζύγια των φορέων, πλην όμως με τη διαφοροποίηση ότι οι φορείς που μπορούν να έχουν κέρδος, να ιδιωτικοποιηθούν με στόχο ακριβώς τη μείωση της συμμετοχής του κράτους.
Μέχρι σήμερα η προσπάθεια αυτή έμεινε ανενεργός.
Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε αυτή η προσπάθεια να αναβιώσει. Μήπως δεν χάθηκε η ευκαιρία;
Ο κ. Οικονομίδης μάς απάντησε σχετικά: “Επί της ουσίας, οι θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η μελέτη δεν έχουν αλλάξει. Η Κύπρος παραμένει μια ελκυστική χώρα με έντονα προσδιορισμένες εποχές, ηλιοφάνεια, τοπία. Η χώρα γειτνιάζει με ενδιαφέροντες πολιτισμούς, όπως Συρία, Λίβανο, Ισραήλ, Αίγυπτο, Τυνησία, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία. Έχει επίσης ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο και υποδομές στον τομέα των υπηρεσιών πολύ ικανοποιητικό. Εξακολουθεί να έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι δεν έχουν γίνει ακόμη μεγάλες παρεμβάσεις στον τομέα που ενδεχομένως ιστορικά να δημιουργούσαν κωλύματα στη δημιουργία μιας εγκάθετης οριζόντιας ολιστικής προσέγγισης. Στο εξωτερικό, το ενδιαφέρον στην οπτικοακουστική παραγωγή παραμένει σταθερά το ίδιο όπως και πριν περίπου 5 χρόνια, δηλαδή παγκόσμιος τζίρος γύρω στα 108 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ στην Ευρώπη μόνο, γύρω στα 22 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτόν τον πλούτο, ούτε ένα χιλιοστό δεν είδαμε ακόμη να προσελκύεται από την Κύπρο.
Φυσικά μια προσπάθεια αναβίωσης μιας τέτοιας μεγάλης παρέμβασης στην οικονομία της χώρας σήμερα δεν θα είναι το ίδιο εύκολη όπως πριν μερικά χρόνια, ιδιαιτέρως τώρα που η Κύπρος θα είναι δεσμευμένη κάτω από μνημονιακές συμβάσεις και υποχρεώσεις. Οι ενδεχόμενες απαιτήσεις για έγκριση τόσο σε αλλαγές φορολογικού, νομοθετικού και οικονομικού πλαισίου, όπως προϋποθέτει το υφιστάμενο σχέδιο ανάπτυξης, καθίστανται ακόμη πιο γραφειοκρατικές. Κάποιοι κανονισμοί ανταγωνιστικότητας στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον θα έχουν αλλάξει. Άρα εκείνο που απαιτείται τώρα είναι ακόμη περισσότερη σπουδή, πίστη και ενεργητικότητα ως προς αυτό”.
Θα μπορέσει η Κύπρος να υπερβάλει τον εαυτό της και να επανεξετάσει το σχέδιο αυτό μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο ευρωπαϊκής συνεργασίας ή, αν θέλετε, υποχρεώσεων που δημιουργούνται; Ο κ. Οικονομίδης απαντά:
“Αυτό νομίζω είναι και το κομβικό σημείο στην ερώτησή σας. Αν κρίνω τι έχει γίνει μέχρι τώρα, αυτή η προοπτική φαντάζει ακόμη πιο δύσκολη. Όμως, είναι θέμα πίστης στο όραμα και θέλησης όπως και τότε, αν η πολιτική ηγεσία μέσα στη σοφία της απαιτήσει να γίνει κάτι, τότε θα γίνει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις παρεμβάσεις που έγιναν στο να καταστεί η Κύπρος τουριστικός προορισμός στις αρχές του ’70. Ακολούθως τις παρεμβάσεις που έγιναν επί προεδρίας Γ. Βασιλείου στις αρχές του ’90 για να καταστεί η Κύπρος ένας προορισμός υπηρεσιών και την εισδοχή των εξωχώριων εταιρειών στη χώρα. Αυτά δεν μας οδήγησαν μπροστά και στην ανάπτυξη; Δεν θα μπορούσε και η Κύπρος τώρα να καθιερωθεί και σαν προορισμός παραγωγής στα οπτικοακουστικά; Η χώρα έχει δείξει παρόμοια δείγματα γραφής σε πρωτοβουλίες και οράματα. Τέλος, αξίζει να σας αναφέρω ότι όταν ενσωμάτωσα τα αποτελέσματα της μακροοικονομικής μελέτης του τομέα σε όλο το Εθνικό προϊόν της Κύπρου, ο τομέας της οπτικοακουστικής κατέληγε να είναι ο 10ος μεγαλύτερος, λίγο πιο κάτω από τον τουριστικό και τον εκπαιδευτικό τομέα. Φαντάζεστε λοιπόν το μέγεθος της αλλαγής και επιρροής στη χώρα!”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΣΧΟΛΊΟΥ
Τα σχόλια στό 07magazine men'sblogspot υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων είναι (αστική και ποινική) και βαρύνει τους σχολιαστές.