Από την αφάνεια στις μεγάλες αποκαλύψεις η Κάθριν Γκράχαμ της Washington Post έγινε μία από τις ισχυρότερες κυρίες του Τύπου
H Washington Post μετράει 141 χρόνια ζωής και είναι η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ουάσιγκτον.
Οι δημοσιογραφικές της επιτυχίες είναι αναρίθμητες και έχει τιμηθεί συνολικά με 48 βραβεία Πούλιτζερ, κερδίζοντας μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια την ακλόνητη εμπιστοσύνη των Αμερικανών.
Από το τιμόνι της έχουν περάσει κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες. Καμία όμως δεν ήταν σαν την Κάθριν Γκράχαμ, την εκδότρια που κατάφερε με τη σεμνότητα και την τόλμη της, τη βαθιά της ανασφάλεια αλλά και το απύθμενο θράσος της να μετατρέψει την εφημερίδα σε κολοσσό των Μέσων Ενημέρωσης. Κυρίαρχος σταθμός της καριέρας της όταν αψήφησε τις εντολές της κυβέρνησης Νίξον και δημοσίευσε μια σειρά εγγράφων που αφορούσαν την κυβερνητική εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ και το σκάνδαλο Watergate, αποκαλύψεις που οδήγησαν στην παραίτηση του Αμερικανού Προέδρου.
Η ζωή της αποτυπώθηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «The Post» που παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ. Στο πλευρό της ο πιστός συνεργάτης της Κάθριν Γκράχαμ, Μπεν Μπράντλι, τον οποίο υποδύεται ο Τομς Χανκς.
Πρώτα χρόνια
Η Κάθριν «Κέι» Γκράχαμ γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου 1917 από μια πλούσια οικογένεια στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας της Ευγένιος Μέγερ ήταν αυτός που αγόρασε την Washington Post σε δημοπρασία το 1933, σε μια περίοδο που η εφημερίδα είχε χρεοκοπήσει, οδηγώντας τον πρότερο ιδιοκτήτη της στο φρενοκομείο.
Μητέρα της η Άγκνες Μάγερ, μια γυναίκα που λάτρευε την κοσμική ζωή, την τέχνη και τα ταξίδια και που θεωρούσε ότι χρέος της ήταν να αναθρέψει τα παιδιά της με καλές νταντάδες.
Σε μια συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Τσάρλι Ρόουζ η Κάθριν Γκράχαμ είχε περιγράψει τους γονείς της ως «δύο πολύ ενδιαφέροντες άλλα άκρως διαφορετικούς ανθρώπους».
«Ο πατέρας μου ήταν ένας ισχυρός άνδρας, άκρως ντροπαλός, με ένα χάρτη ζωής: 20 χρόνια έπρεπε να μορφώνεται, 20 χρόνια να βγάζει τα προς το ζην, φτιάχνοντας μια επιχείρηση. Και όταν είπε "τώρα θα συνταξιοδοτηθώ", τότε αγόρασε την Post» είπε χαρακτηριστικά.
Λάτρευε και επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον Ευγένιο, ο οποίος, όπως έλεγε, ήταν ο μοναδικός γονέας που έδινε το «παρών» στη ζωή της. Με τη μητέρα της δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις καθώς εκείνη είχε επιλέξει να αφιερώσει τη ζωή της στα κοσμικά γεγονότα και τις τέχνες. «Πίστευε ότι καθήκον της ήταν να μας μεγαλώσει καλά, με τις σωστές γκουβερνάντες και τα καλά σχολεία, τα ωραία ταξίδια. Αλλά δεν χρειαζόταν να είναι παρούσα, ούτε να έχει εκδηλώσεις στοργής. Μας αγαπούσε θεωρώντας αυτή την αγάπη το μοναδικό καθήκον της» είχε πει η Γκράχαμ στην ίδια συνέντευξη.
Η Κάθριν λάτρευε τη δημοσιογραφία από την εποχή που έγραφε άρθρα ως φοιτήτρια στην εφημερίδα «San Francisco News», εκεί που όταν αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Σικάγο αρθρογραφούσε για 24 δολάρια την ώρα. Ιδιαίτερα μαχητική κάλυπτε το εργατικό ρεπορτάζ, στηρίζοντας τις απεργίες τους και προωθώντας μέσα από τα άρθρα της τα αιτήματα και τα δικαιώματά τους.
Το 1940 γνωρίζει τον Φίλιπ Γκράχαμ, απόφοιτο του Χάρβαρντ, τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε για τη γοητεία και το δυναμισμό του και τελικά τον παντρεύτηκε. Η ζωή της ως παντρεμένη ήταν άκρως μονότονη, περιορισμένη στο νοικοκυριό, τα οικογενειακά τραπέζια και την υποχρέωσή της να έχει μόνο ένα ρόλο, αυτόν της συζύγου. Ανίκανη να υψώσει τη φωνή της ζούσε μονίμως στη σκιά των ισχυρών ανδρών της οικογένειάς της, βουτηγμένη στην ανασφάλειά της.
Όταν ο πατέρας της αγοράζει την Post συνεργάζεται μαζί του ως δημοσιογράφος στα κατώτερα κλιμάκια. Και φυσικά όταν εκείνος αποφασίζει να παραδώσει το Μέσο η κόρη του δεν ήταν μέσα στις επιλογές του. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μπει μια γυναίκα στην κεφαλή ενός ισχυρού εντύπου. Όπως χαρακτηριστικά της έλεγε «κανένας άνδρας δεν μπορεί να δουλεύει για τη γυναίκα του».
Ο άνδρας της βυθίζεται στο αλκοόλ και τη μανιοκατάθλιψη, μετατρέποντας το γάμο τους σε ένα διαρκή αγώνα επιβίωσης. Νοσηλεύεται στο ψυχιατρείο Chestnut Lodge και απατά την Κάθριν με μία νεαρή δημοσιογράφο. Και σε μία άδεια από το ψυχιατρείο στρέφει το πιστόλι στον εαυτό του και αυτοκτονεί στην εξοχική τους κατοικία.
Αναλαμβάνοντας τα ηνία της Post
Ο θάνατος του Φίλιπ την βάζει σε ένα δίλημμα: Να αποσυρθεί και να θρηνήσει ή να αναλάβει τη θέση της εκδότριας στην Post;
Στη διάσημη αυτοβιογραφία της «Προσωπική Ιστορία», που τιμήθηκε με Πούλιτζερ, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το μοναδικό εμπόδιο που μπορούσε να σταθεί στον δρόμο μου ήταν η ανασφάλειά μου. Είχαμε μεγαλώσει πιστεύοντας ότι ο ρόλος μας πρέπει να είναι αποκλειστικά αυτός της μητέρας και της συζύγου».
Κόντρα σε κάθε προσδοκία αναλαμβάνει την οικογενειακή επιχείρηση το 1963 και μετατρέπεται σε μία από τις πιο επιτυχημένες και ισχυρές εκδότριες στην ιστορία του Τύπου, μπαίνοντας στα κοσμικά σαλόνια και συνάπτοντας φιλίες, μεταξύ άλλων, με προέδρους όπως τον Λίντον Τζόνσον και τον Ρόναλντ Ρίγκαν, τον Μπιλ Γκέιτς, την πριγκίπισσα Νταϊάνα και την πανίσχυρη κυρία της Vogue Άννα Γουίντορ.
«Όταν πρωτοανέλαβα δεν τολμούσα καν να εμφανιστώ στη γιορτή της εφημερίδας χωρίς να προβάρω το "Καλά Χριστούγεννα" πέντε φορές μπροστά στον καθρέφτη» λέει στην αυτοβιογραφία της.
Η άγνοιά της γίνεται αντικείμενο σχολιασμού από τους συνεργάτες της αλλά εκείνη δεν το βάζει κάτω: μπορούσε να πετύχει και αυτό τελικά έκανε. Διάλεξε στο πλευρό της σημαντικούς συνεργάτες όπως ο δημοσιογράφος Μπεν Μπράντλι στον οποίο έδωσε απόλυτη ελευθερία να στελεχώσει την εφημερίδα με ικανούς ρεπόρτερ, που θα αναζητούσαν σπουδαία θέματα, μια επένδυση που μόνο προς όφελός τους ήταν. Οικονομικά τη συμβούλευε για όσα δεν γνώριζε ο Γουόρεν Μπάφετ. Και η Post ολοένα και άνθιζε, ενώ η Γκράχαμ προχωρούσε και σε νέα πονήματα όπως το περιοδικό Newsweek.
Οι αποκαλύψεις και η παραίτηση Νίξον
To 1971 η Γκράχαμ και ο Μπράντλι αποφασίζουν να δημοσιεύσουν μια σειρά εγγράφων, τα «Έγγραφα του Πενταγώνου» που αφορούσαν την εμπλοκή της κυβέρνησης Νίξον στον πόλεμο του Βιετνάμ. Πρώτοι είχαν προσπαθήσει να το κάνουν οι New York Times, αλλά ο Νίξον μπλόκαρε την προσπάθειά τους οδηγώντας τους στα δικαστήρια. «Δημοσιεύστε τα πάντα τώρα!» είχε πει η Γκράχαμ χαρακτηριστικά.
Όταν οι δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγορντ και Καρλ Μπερνστάιν φέρνουν στα γραφεία της Post τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Watergate, η Γκράχαμ δημοσιοποιεί τα πάντα, παρά τις παροτρύνσεις των νομικών της συμβούλων να μην το κάνει. Αυτές τις αποκαλύψεις που τελικά οδήγησαν τον Νίξον σε παραίτηση.
Οι απειλές από τα κυβερνητικά στελέχη δεν δείχνουν να την τρομάζουν, αντιθέτως δείχνει να το διασκεδάζει. Ο Τζον Μίτσελ, υπουργός Δικαιοσύνης του Νίξον την είχε απειλήσει για το σκάνδαλο Watergate λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η Κέιτι Γκράχαμ θα βρει το βυζί της μαγκωμένο σε μια μεγάλη πρέσα αν δημοσιευθεί αυτό».
Με την Γκράχαμ στο τιμόνι της Post η εφημερίδα μπήκε στη λίστα Fortune 500 και η ίδια, εκτός από το Πούλιτζερ για την αυτοβιογραφία της είχε βραβευτεί, μεταξύ άλλων, και με το βραβείο Γουόλτερ Κρόνκαϊτ για Αριστεία στην Δημοσιογραφία και το Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Τζορτζ Μπους.
Ακόμα και όταν παρέδωσε τη σκυτάλη του ομίλου στο γιο της Ντόναλντ το 1979 παρέμεινε ενεργή, καθώς το μικρόβιο της δημοσιογραφίας δεν την άφηνε ήσυχη. «Αγάπησα τη ζωή μου αλλά πιο πολύ αγάπησα με πάθος τη δουλειά μου και όλη την εταιρεία» έγραφε στην αυτοβιογραφία της.
Πέθανε το 2001 σε ηλικία 86 ετών όταν επισκεπτόμενη ένα συνέδριο για τη δημοσιογραφία στο Άινταχο σκόνταψε στο δρόμο. Τα τραύματα στο κεφάλι της αποδείχτηκαν μοιραία και τρεις μέρες αργότερα άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο. Τον Αύγουστο του 2013 ο ιδιοκτήτης του Amazon Τζεφ Μπέζος συμφώνησε για την εξαγορά της εφημερίδας έναντι του ποσού των 250 εκατομμυρίων δολαρίων σε μετρητά.
Δεκαεφτά χρόνια μετά το θάνατό της Γκράχαμ το παράδειγμα της παραμένει ζωντανό στην εποχή των fake news, αποδεικνύοντας ότι η επιμονή νικά τους κοινωνικούς περιορισμούς και τις προσωπικές αδυναμίες.
πηγή
H Washington Post μετράει 141 χρόνια ζωής και είναι η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ουάσιγκτον.
Οι δημοσιογραφικές της επιτυχίες είναι αναρίθμητες και έχει τιμηθεί συνολικά με 48 βραβεία Πούλιτζερ, κερδίζοντας μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια την ακλόνητη εμπιστοσύνη των Αμερικανών.
Από το τιμόνι της έχουν περάσει κατά καιρούς διάφορες προσωπικότητες. Καμία όμως δεν ήταν σαν την Κάθριν Γκράχαμ, την εκδότρια που κατάφερε με τη σεμνότητα και την τόλμη της, τη βαθιά της ανασφάλεια αλλά και το απύθμενο θράσος της να μετατρέψει την εφημερίδα σε κολοσσό των Μέσων Ενημέρωσης. Κυρίαρχος σταθμός της καριέρας της όταν αψήφησε τις εντολές της κυβέρνησης Νίξον και δημοσίευσε μια σειρά εγγράφων που αφορούσαν την κυβερνητική εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ και το σκάνδαλο Watergate, αποκαλύψεις που οδήγησαν στην παραίτηση του Αμερικανού Προέδρου.
Η ζωή της αποτυπώθηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «The Post» που παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ. Στο πλευρό της ο πιστός συνεργάτης της Κάθριν Γκράχαμ, Μπεν Μπράντλι, τον οποίο υποδύεται ο Τομς Χανκς.
Πρώτα χρόνια
Η Κάθριν «Κέι» Γκράχαμ γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου 1917 από μια πλούσια οικογένεια στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας της Ευγένιος Μέγερ ήταν αυτός που αγόρασε την Washington Post σε δημοπρασία το 1933, σε μια περίοδο που η εφημερίδα είχε χρεοκοπήσει, οδηγώντας τον πρότερο ιδιοκτήτη της στο φρενοκομείο.
Μητέρα της η Άγκνες Μάγερ, μια γυναίκα που λάτρευε την κοσμική ζωή, την τέχνη και τα ταξίδια και που θεωρούσε ότι χρέος της ήταν να αναθρέψει τα παιδιά της με καλές νταντάδες.
Σε μια συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Τσάρλι Ρόουζ η Κάθριν Γκράχαμ είχε περιγράψει τους γονείς της ως «δύο πολύ ενδιαφέροντες άλλα άκρως διαφορετικούς ανθρώπους».
«Ο πατέρας μου ήταν ένας ισχυρός άνδρας, άκρως ντροπαλός, με ένα χάρτη ζωής: 20 χρόνια έπρεπε να μορφώνεται, 20 χρόνια να βγάζει τα προς το ζην, φτιάχνοντας μια επιχείρηση. Και όταν είπε "τώρα θα συνταξιοδοτηθώ", τότε αγόρασε την Post» είπε χαρακτηριστικά.
Λάτρευε και επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον Ευγένιο, ο οποίος, όπως έλεγε, ήταν ο μοναδικός γονέας που έδινε το «παρών» στη ζωή της. Με τη μητέρα της δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις καθώς εκείνη είχε επιλέξει να αφιερώσει τη ζωή της στα κοσμικά γεγονότα και τις τέχνες. «Πίστευε ότι καθήκον της ήταν να μας μεγαλώσει καλά, με τις σωστές γκουβερνάντες και τα καλά σχολεία, τα ωραία ταξίδια. Αλλά δεν χρειαζόταν να είναι παρούσα, ούτε να έχει εκδηλώσεις στοργής. Μας αγαπούσε θεωρώντας αυτή την αγάπη το μοναδικό καθήκον της» είχε πει η Γκράχαμ στην ίδια συνέντευξη.
Η Κάθριν λάτρευε τη δημοσιογραφία από την εποχή που έγραφε άρθρα ως φοιτήτρια στην εφημερίδα «San Francisco News», εκεί που όταν αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Σικάγο αρθρογραφούσε για 24 δολάρια την ώρα. Ιδιαίτερα μαχητική κάλυπτε το εργατικό ρεπορτάζ, στηρίζοντας τις απεργίες τους και προωθώντας μέσα από τα άρθρα της τα αιτήματα και τα δικαιώματά τους.
Το 1940 γνωρίζει τον Φίλιπ Γκράχαμ, απόφοιτο του Χάρβαρντ, τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε για τη γοητεία και το δυναμισμό του και τελικά τον παντρεύτηκε. Η ζωή της ως παντρεμένη ήταν άκρως μονότονη, περιορισμένη στο νοικοκυριό, τα οικογενειακά τραπέζια και την υποχρέωσή της να έχει μόνο ένα ρόλο, αυτόν της συζύγου. Ανίκανη να υψώσει τη φωνή της ζούσε μονίμως στη σκιά των ισχυρών ανδρών της οικογένειάς της, βουτηγμένη στην ανασφάλειά της.
Όταν ο πατέρας της αγοράζει την Post συνεργάζεται μαζί του ως δημοσιογράφος στα κατώτερα κλιμάκια. Και φυσικά όταν εκείνος αποφασίζει να παραδώσει το Μέσο η κόρη του δεν ήταν μέσα στις επιλογές του. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μπει μια γυναίκα στην κεφαλή ενός ισχυρού εντύπου. Όπως χαρακτηριστικά της έλεγε «κανένας άνδρας δεν μπορεί να δουλεύει για τη γυναίκα του».
Ο άνδρας της βυθίζεται στο αλκοόλ και τη μανιοκατάθλιψη, μετατρέποντας το γάμο τους σε ένα διαρκή αγώνα επιβίωσης. Νοσηλεύεται στο ψυχιατρείο Chestnut Lodge και απατά την Κάθριν με μία νεαρή δημοσιογράφο. Και σε μία άδεια από το ψυχιατρείο στρέφει το πιστόλι στον εαυτό του και αυτοκτονεί στην εξοχική τους κατοικία.
Αναλαμβάνοντας τα ηνία της Post
Ο θάνατος του Φίλιπ την βάζει σε ένα δίλημμα: Να αποσυρθεί και να θρηνήσει ή να αναλάβει τη θέση της εκδότριας στην Post;
Στη διάσημη αυτοβιογραφία της «Προσωπική Ιστορία», που τιμήθηκε με Πούλιτζερ, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το μοναδικό εμπόδιο που μπορούσε να σταθεί στον δρόμο μου ήταν η ανασφάλειά μου. Είχαμε μεγαλώσει πιστεύοντας ότι ο ρόλος μας πρέπει να είναι αποκλειστικά αυτός της μητέρας και της συζύγου».
Κόντρα σε κάθε προσδοκία αναλαμβάνει την οικογενειακή επιχείρηση το 1963 και μετατρέπεται σε μία από τις πιο επιτυχημένες και ισχυρές εκδότριες στην ιστορία του Τύπου, μπαίνοντας στα κοσμικά σαλόνια και συνάπτοντας φιλίες, μεταξύ άλλων, με προέδρους όπως τον Λίντον Τζόνσον και τον Ρόναλντ Ρίγκαν, τον Μπιλ Γκέιτς, την πριγκίπισσα Νταϊάνα και την πανίσχυρη κυρία της Vogue Άννα Γουίντορ.
«Όταν πρωτοανέλαβα δεν τολμούσα καν να εμφανιστώ στη γιορτή της εφημερίδας χωρίς να προβάρω το "Καλά Χριστούγεννα" πέντε φορές μπροστά στον καθρέφτη» λέει στην αυτοβιογραφία της.
Η άγνοιά της γίνεται αντικείμενο σχολιασμού από τους συνεργάτες της αλλά εκείνη δεν το βάζει κάτω: μπορούσε να πετύχει και αυτό τελικά έκανε. Διάλεξε στο πλευρό της σημαντικούς συνεργάτες όπως ο δημοσιογράφος Μπεν Μπράντλι στον οποίο έδωσε απόλυτη ελευθερία να στελεχώσει την εφημερίδα με ικανούς ρεπόρτερ, που θα αναζητούσαν σπουδαία θέματα, μια επένδυση που μόνο προς όφελός τους ήταν. Οικονομικά τη συμβούλευε για όσα δεν γνώριζε ο Γουόρεν Μπάφετ. Και η Post ολοένα και άνθιζε, ενώ η Γκράχαμ προχωρούσε και σε νέα πονήματα όπως το περιοδικό Newsweek.
Οι αποκαλύψεις και η παραίτηση Νίξον
To 1971 η Γκράχαμ και ο Μπράντλι αποφασίζουν να δημοσιεύσουν μια σειρά εγγράφων, τα «Έγγραφα του Πενταγώνου» που αφορούσαν την εμπλοκή της κυβέρνησης Νίξον στον πόλεμο του Βιετνάμ. Πρώτοι είχαν προσπαθήσει να το κάνουν οι New York Times, αλλά ο Νίξον μπλόκαρε την προσπάθειά τους οδηγώντας τους στα δικαστήρια. «Δημοσιεύστε τα πάντα τώρα!» είχε πει η Γκράχαμ χαρακτηριστικά.
Όταν οι δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγορντ και Καρλ Μπερνστάιν φέρνουν στα γραφεία της Post τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Watergate, η Γκράχαμ δημοσιοποιεί τα πάντα, παρά τις παροτρύνσεις των νομικών της συμβούλων να μην το κάνει. Αυτές τις αποκαλύψεις που τελικά οδήγησαν τον Νίξον σε παραίτηση.
Οι απειλές από τα κυβερνητικά στελέχη δεν δείχνουν να την τρομάζουν, αντιθέτως δείχνει να το διασκεδάζει. Ο Τζον Μίτσελ, υπουργός Δικαιοσύνης του Νίξον την είχε απειλήσει για το σκάνδαλο Watergate λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η Κέιτι Γκράχαμ θα βρει το βυζί της μαγκωμένο σε μια μεγάλη πρέσα αν δημοσιευθεί αυτό».
Με την Γκράχαμ στο τιμόνι της Post η εφημερίδα μπήκε στη λίστα Fortune 500 και η ίδια, εκτός από το Πούλιτζερ για την αυτοβιογραφία της είχε βραβευτεί, μεταξύ άλλων, και με το βραβείο Γουόλτερ Κρόνκαϊτ για Αριστεία στην Δημοσιογραφία και το Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Τζορτζ Μπους.
Ακόμα και όταν παρέδωσε τη σκυτάλη του ομίλου στο γιο της Ντόναλντ το 1979 παρέμεινε ενεργή, καθώς το μικρόβιο της δημοσιογραφίας δεν την άφηνε ήσυχη. «Αγάπησα τη ζωή μου αλλά πιο πολύ αγάπησα με πάθος τη δουλειά μου και όλη την εταιρεία» έγραφε στην αυτοβιογραφία της.
Πέθανε το 2001 σε ηλικία 86 ετών όταν επισκεπτόμενη ένα συνέδριο για τη δημοσιογραφία στο Άινταχο σκόνταψε στο δρόμο. Τα τραύματα στο κεφάλι της αποδείχτηκαν μοιραία και τρεις μέρες αργότερα άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο. Τον Αύγουστο του 2013 ο ιδιοκτήτης του Amazon Τζεφ Μπέζος συμφώνησε για την εξαγορά της εφημερίδας έναντι του ποσού των 250 εκατομμυρίων δολαρίων σε μετρητά.
Δεκαεφτά χρόνια μετά το θάνατό της Γκράχαμ το παράδειγμα της παραμένει ζωντανό στην εποχή των fake news, αποδεικνύοντας ότι η επιμονή νικά τους κοινωνικούς περιορισμούς και τις προσωπικές αδυναμίες.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΣΧΟΛΊΟΥ
Τα σχόλια στό 07magazine men'sblogspot υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων είναι (αστική και ποινική) και βαρύνει τους σχολιαστές.